Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+όπλο+2)

  • 21 выстрелить

    πυροβολώ, ρίχνω με όπλο

    Русско-греческий словарь > выстрелить

  • 22 автомат

    автомат
    м
    1. τό αὐτόματο[ν];
    2. воен. τό αὐτόματοΜ ὅπλο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > автомат

  • 23 атомный

    атом||ный
    прил ἀτομικός, τών ἀτόμων:
    \атомныйный вес τό ἀτομικό[ν] βάρος; \атомныйное ядро́ ὁ ἀτομικός πυρήν \атомныйная теория (энергия) ἡ ἀτομική θεωρία (ενέργεια); \атомныйный реактор ὁ ἀτομικός ἀντιδραστήρ;\атомныйное ору́жие τό ἀτομικό ὀπλο; \атомныйная бо́мба ἡ ἀτομική βόμβα; \атомныйный взрыв ἡ ἀτομική ἔκρηξη; \атомныйный ледокол τό ἀτομικό παγοθραυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > атомный

  • 24 винтовка

    винтовка
    ж τό τουφέκι, τό ὀπλο[ν]:
    автоматическая \винтовка τό αὐτόματο τουφέκι.

    Русско-новогреческий словарь > винтовка

  • 25 голый

    го́л||ый
    прил
    1. (нагой, обнаженный) γυμνός, γδυμνός/ ὁλόγυμνος, τσίτσιδος (ничем не прикрытый):
    с \голыйыми ногами ξυπόλυτος· \голыйые стены о£ γυμνοί τοίχοι· спать на \голыйом полу́ κοιμούμαι στό πάτωμα χωρίς στρωσίδια· на \голыйом месте ἀπ' τό τίποτε, σέ ἀπροετοίμαστο ἐδαφος'
    2. перен (без прикрас) καθαρός:
    \голыйая истина ἡ καθαρή (или γυμνή) ἀλήθεια· \голыйые факты τά ξερά γεγονότα· ◊ \голыйыми руками χωρίς ὀπλο, χωρίς ἐργαλεία· гол как сокол погов. е φτωχός σάν τόν "Ιώβ, Άνθρωπος, πού δέν ἐχει βρακί νά φορέσει.

    Русско-новогреческий словарь > голый

  • 26 застрелить

    застрелить
    сов σκοτώνω, φονεύω (μέ πυροβόλο ὅπλο).

    Русско-новогреческий словарь > застрелить

  • 27 колотый

    колот||ый
    1. прич. от колоть·
    2. прил κομματιασμένος, κομματιαστός, σπασμένος, σχιστός:
    \колотый сахар ἡ σχιστή ζάχαρη· \колотыйые дрова τά σχιστά ξύλα· ◊ \колотыйая рана πληγή μέ μυτερό ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > колотый

  • 28 колющий

    ко́лющ||ий
    1. прич. от колоть·
    2. прил:
    \колющийая боль ὁ σουβλερός πόνος· \колющийее оружие τό διατρητικό ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > колющий

  • 29 магазиннын

    магазин||нын
    прил:
    \магазиннынная винтовка τό ἐπαναληπτικό ὀπλο· \магазиннынная коробка воен. ἡ θαλάμη.

    Русско-новогреческий словарь > магазиннын

  • 30 метательный

    мета́тельн||ый
    прил βλητικός:
    \метательныйое ору́жие τό βλητικό ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > метательный

  • 31 наперевес

    наперевес
    нареч:
    держать ружье \наперевес ἔχω τό ὀπλο προτεταμένο.

    Русско-новогреческий словарь > наперевес

  • 32 огнестрельный

    огнестрельн||ый
    прил:
    \огнестрельныйое ору́жие τά (πυροβόλα) ὅπλα \огнестрельныйая рана τό τραῦ-μα (или ἡ λαβωματιά) ἀπό πυροβόλο ὀπλο.

    Русско-новогреческий словарь > огнестрельный

  • 33 орудие

    ору́д||ие
    с
    1. τό ἐργαλείο[ν], τό σύνεργο:
    сельскохозяйственные \орудиеия τά ἀγροτικά γεωργικά ἐργαλεία· \орудиеия производства τά ἐργαλεία παραγωγής· \орудиеия труда τά ἐργαλεία τής ἐργασίας, τά ὀργανα τῆς δουλειάς·
    2. перен τό δργανο[ν], τό ὅπ-λο[ν]:
    \орудие классовой борьбы τό ὅπλο ταξικής πάλης· быть слепым \орудиеием εἶμαι πειθήνιο ὀργανο·
    3. воен. τό τηλεβόλο[ν], τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι:
    полевое \орудие τό πεδινό πυροβόλο· тяжелые \орудиеия τά βαρέα τηλεβόλα· противотанковое \орудие τό ἀντιαρματικό πυροβόλο· зенитное \орудие τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο· дальнобойное \орудие τ£ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς· самоходное \орудие τό μηχανοκίνητο πυροβόλο.

    Русско-новогреческий словарь > орудие

  • 34 осечка

    осеч||ка
    ж
    1. ἡ ἀφλογιστία ὀπλου:
    ружье дало \осечкаку τό ὀπλο ἐπαθε ἀφλογιστία·
    2. перен ἡ ἀτυχία, ἡ ἀποτυχία:
    давать \осечкаку перен ἀποτυχαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > осечка

  • 35 охотничий

    охотнич||ий
    прил κυνηγετικός, θηρευ-τικός:
    \охотничийья собака ὁ κυνηγετικός σκύλος, ὁ θηρευτικός κύων, τό κυνηγόσκυλο, τό λαγωνικό· \охотничийье ружье τό κυνηγετικό ὅπλο· ◊ \охотничийьи расска́зы τά παραμύθια τών κυνηγών.

    Русско-новогреческий словарь > охотничий

  • 36 пневматический

    пневмати́ческ||ий
    прил тех. πνευματικός, ἀέριος:
    \пневматический мо́лот ἡ ἀερόσφυρα· \пневматическийое ружье ὀπλο μέ πεπιεσμένον μέρα

    Русско-новогреческий словарь > пневматический

  • 37 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 38 примыкать

    примыкать
    несов
    1. (присоединяться) προσχωρώ, περνώ μέ τό μέρος..., τάσσομαι μέ:
    \примыкать к большинству́ περνώ μέ τό μέρος τής πλειοψηφίας·
    2. (быть смежным) πα-ράκειμαι, συνέχομαι, εἶμαι παράπλευρος / συνορεύω (граничить)· ◊ \примыкать штык воен. βάζω τή λόγχη στό ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > примыкать

  • 39 род

    род
    м
    1. ἡ φυλή, τό γένος:
    старейшина \рода ὁ ἀρχηγός τής φυλής, ὁ ἀρχηγός τοῦ γένους·
    2. (ряд поколений) ἡ γενεά, ἡ γενιά, τό σόι; из \рода в \род ἀπό γενεάς είς γενεάν
    3. биол. τό γένος:
    человеческий \род τό ἀνθρώπινο γένος·
    4. (сорт, вид) τό είδος:
    всякого \рода λογής λογής, κάθε είδους, παντός είδους· \род войск τό ὅπλο[ν]·
    5. грам. τό γένος:
    мужской \род τό ἀρσενικό[ν] γένος· женский \род τό θηλυκό[ν] γένος· средний \род τό ούδέτερο[ν] γένος· ◊ в некотором \роде σάν νά λέμε, τρόπον τινά· в своем \роде στό είδος του· что-то в этом \роде περίπου ἐτσι, κάπως ἐτστ такого \рода τέτοιου είδους· пяти лет от роду εἶναι πέντε χρονών откуда ты \родом? ἀπα ποῦ κατάγεσαι;· ему́ на роду́ было написано... αὐτός ἐκ γενετής...

    Русско-новогреческий словарь > род

  • 40 уничтожающий

    уничтож||а́ющий
    1. прич. от уничтожать·
    2. прил συντριπτικός:
    попасть под \уничтожающийающий огонь противника πέφτω κάτω ὑπό τα ἐξοντωτικά πυρά τοῦ ἐχθροῦ· \уничтожающийающая критика ἡ συντριπτική κριτική· \уничтожающийающий взгляд τό ἐξουθενωτικό βλέμμα \уничтожающийение с ἡ καταστροφή, ἡ ἐξόντωση, ἡ ἐξολοθρευση [-ις], ὁ ἀφανισμός:
    оружие массового \уничтожающийения ὅπλο μαζικής ἐξοντώσεως.

    Русско-новогреческий словарь > уничтожающий

См. также в других словарях:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — το 1. καθετί που χρησιμεύει για μέσο επίθεσης, άμυνας στη μάχη, σε συμπλοκή, σε κυνήγι. 2. σώμα στρατού με ορισμένη αποστολή κατά τον πόλεμο: Τα τρία όπλα είναι Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία. 3. φρ., «Σήκωσαν (ή πήραν) τα όπλα», επαναστάτησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • αιγανέα — Όπλο των ομηρικών χρόνων που έμοιαζε με ακόντιο, αλλά είχε μεγαλύτερη αιχμή και το χρησιμοποιούσαν για εξάσκηση ή για το κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»