Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το+φέρσιμο

  • 1 обращение

    обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)
    * * *
    с
    1) η έκκληση; το διάγγελμα ( призыв); η αναφορά ( заявление)
    2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο
    3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение)

    Русско-греческий словарь > обращение

  • 2 замашка

    θ.
    συνήθεια, τρόπος, ήθος, συμπεριφορά, φέρσιμο•

    барские -и αρχοντική συνήθεια ή αρχοντικό φέρσιμο.

    θ.
    (διαλκ.) είδος κανναβιού.

    Большой русско-греческий словарь > замашка

  • 3 принос

    α.
    1. φέρσιμο, κουβάλημα•

    принос воды из колодца φέρσιμο νερού από το πηγάδι.

    2. παλ. βλ. приношение.

    Большой русско-греческий словарь > принос

  • 4 обращение

    обращени||е
    с
    1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·
    2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:
    товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·
    3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:
    дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·
    4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·
    5. (призыв) τό διάγγελμα:
    \обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·
    6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός.

    Русско-новогреческий словарь > обращение

  • 5 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 6 поведение

    поведение
    с ἡ διαγωγή, τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά.

    Русско-новогреческий словарь > поведение

  • 7 manner

    ['mænə]
    1) (a way in which anything is done etc: She greeted me in a friendly manner.) τρόπος
    2) (the way in which a person behaves, speaks etc: I don't like her manner.) συμπεριφορά,φέρσιμο
    3) ((in plural) (polite) behaviour, usually towards others: Why doesn't she teach her children (good) manners?) (καλή)συμπεριφορά
    - mannerism
    - all manner of
    - in a manner of speaking

    English-Greek dictionary > manner

  • 8 занос

    α.
    1. φέρσιμο, προσκόμιση.
    2. ύψωση, ανύψωση, σήκωμα,
    3. Ή στιβάδα, ο σωρός λεπτών σωμάτων σχηματισμένος από άνεμο.

    Большой русско-греческий словарь > занос

  • 9 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 10 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 11 поведение

    ουδ.
    διαγωγή, συμπεριφορά φέρσιμο.

    Большой русско-греческий словарь > поведение

  • 12 реагирование

    ουδ.
    1. αντίδραση, αντενέργεια.
    2. αντιμετώπιση, φέρσιμο• ενέργεια, δράση.

    Большой русско-греческий словарь > реагирование

  • 13 muamele

    συναλλαγή, δοσοληψία (tavir) φέρσιμο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > muamele

  • 14 tavır

    τρόπος, συμπεριφορά φέρσιμο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tavır

  • 15 behaviour

    1) διαγωγή
    2) συμπεριφορά
    3) φέρσιμο

    English-Greek new dictionary > behaviour

  • 16 conduct

    1) διαγωγή
    2) διεξάγω
    3) συμπεριφορά
    4) φέρσιμο

    English-Greek new dictionary > conduct

См. также в других словарях:

  • φέρσιμο — το, ατος 1. η μετακόμιση, η μεταφορά: Το φέρσιμο των επίπλων. 2. μτφ., ο τρόπος με τον οποίο φέρεται κανείς, η συμπεριφορά, η διαγωγή, ο τρόπος: Είναι ευγενικός, έχει καλό φέρσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρσιμο — το, Ν 1. μεταφορά 2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. σιμο (πρβλ. πάρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αδικότροπος — ἀδικότροπος, ον (Α) αυτός που έχει άδικο φέρσιμο ή χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + τρόπος] …   Dictionary of Greek

  • αντρίκιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές») 2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο») …   Dictionary of Greek

  • βλάμικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε βλάμη («βλάμικο φέρσιμο») …   Dictionary of Greek

  • διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • μάγκικος — η, ο [μάγκας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μάγκα («μάγκικο φέρσιμο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μάγκικα οι μαγκιές …   Dictionary of Greek

  • μαγκιά — η η ενέργεια, η συμπεριφορά τού μάγκα, μάγκικο φέρσιμο ή μάγκικος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγκας + κατάλ. ιά (πρβλ. ζαρ ιά, τροχ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπιασμα — το [μεγαλοπιάνομαι] το φέρσιμο εκείνων που μεγαλοπιάνονται …   Dictionary of Greek

  • μητρυιώδης — μητρυιώδης, ῶδες (Α) [μητρυιά] 1. αυτός που μοιάζει με μητριά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μητρυιῶδες το φέρσιμο, δηλαδή η σκληρότητα τής μητριάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»