Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+υπόστεγο

  • 21 сарай

    [σαράι] ουσ. α. υπόστεγο

    Русско-греческий новый словарь > сарай

  • 22 сарай

    [σαράι] ουσ α υπόστεγο

    Русско-эллинский словарь > сарай

  • 23 ангар

    α.
    υπόστεγο αεροπλάνων.

    Большой русско-греческий словарь > ангар

  • 24 галерея

    θ.
    1. στοά, γαλαρία. || υπόστεγο.
    2. υπερώο θεάτρου, γαλαρία.
    3. σήραγγα υπόγεια.
    4. πινακοθήκη, γκαλερί.
    5. σειρά, ακολουθία, γραμμή, στοίχος.

    Большой русско-греческий словарь > галерея

  • 25 закатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный
    -чел, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•

    закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.

    2. φεύγω μακριά (με όχημα).
    3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•

    закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•

    -пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.

    || περιφέρω•

    закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.

    || καταφέρω•

    закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.

    1. κυλώ, κατρακυλώι•

    мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•

    солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•

    его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.

    3. βλ. закатить (2 σημ.).
    4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    -лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.

    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > закатить

  • 26 зонт

    α.
    1. βλ. зонтик (1 σημ.).
    2. υπόστεγο στρογγυλό.

    Большой русско-греческий словарь > зонт

  • 27 капонир

    α. (στρατ.) καταφύγιο. || υπόστεγο αεροπλάνου.

    Большой русско-греческий словарь > капонир

  • 28 лабаз

    α.
    1. περίπτερο• μαγαζί•

    мучной - αλευροπωλείο.

    2. (διαλκ.) υπόστεγο• αχερώνας.
    3. (διαλκ.) κρεμαστάρι (σε όέντρο, όπου οι κυνηγοί γδέρνουν τα θηράματα).

    Большой русско-греческий словарь > лабаз

  • 29 мансарда

    θ.
    υπερώο, υπόστεγο δωμάτιο• σοφίτα.

    Большой русско-греческий словарь > мансарда

  • 30 навес

    α.
    υπόστεγο, υποστέγασμα, το στεγάδι. || κρεμαστάρι.

    Большой русско-греческий словарь > навес

  • 31 поветь

    θ. (διαλκ.) υπόστεγο (αγροτικού νοικοκυριού).

    Большой русско-греческий словарь > поветь

  • 32 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 33 подтянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, σφίγγω πιο γερά, ακόμα. || βιδώνω πιο σφιχτά. || σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω.
    2. σύρω, σέρνω, τραβώ, φέρω κοντά•

    подтянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή.

    3. σύρω, τραβώ αποκάτω•

    сани под навс σύρω το έλκυθρο στο υπόστεγο.

    4. (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω•

    подтянуть полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κοντά στο πορθμείο.

    5. μτφ. προωθώ, βοηθώ• ανεβάζω, καλυτερεύω•

    подтянуть отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους•

    подтянуть дисциплину ανεβάζω (καλυτερεύω) την πειθαρχία.

    6. βλ. подпеть.
    7. (απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. || μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευρά κ.τ.τ.).
    1. σφίγγομαι πιο γερά.
    2. τεντώνομαι.
    3. (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον. || (για σκάφος) πλησιάζω.
    4. μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. || εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. || μτφ. υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подтянуть

  • 34 сарай

    α. υπόστεγο• παράπηγμα• αποθήκη•

    дровяной сарай ξυλαποθήκη•

    сарай для сена αχυρώνας.

    || μτφ. παλιόσπιτο• παλιοδωμάτ ιο.

    Большой русско-греческий словарь > сарай

  • 35 сарайчик

    α.
    μικρό υπόστεγο ή παράπηγμα• αποθηκούλα.

    Большой русско-греческий словарь > сарайчик

  • 36 свес

    α.
    1. προεξοχή, γείσο•

    свес кровли προστέγασμα, το γείσο της στέγης.

    2. (διαλκ.) το υπόστεγο.

    Большой русско-греческий словарь > свес

  • 37 эллинг

    α.
    1. η ναυπηγική κλίνη.
    2. χώρος (υπόστεγο) πηδαλιουχούμενου ή μη αερό-ατατου.

    Большой русско-греческий словарь > эллинг

  • 38 ятка

    θ. παλ. υπόστεγο λαϊκής αγοράς.

    Большой русско-греческий словарь > ятка

См. также в других словарях:

  • υπόστεγο — το / ὑπόστεγον, ΝΑ βλ. υπόστεγος …   Dictionary of Greek

  • υπόστεγο — το χώρος με στέγη αλλά ανοιχτός στα πλάγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χανγκάρ — και χαγκάρ, το, Ν άκλ. 1. υπόστεγο στο οποίο τοποθετούνται γεωργικά προϊόντα και εργαλεία 2. υπόστεγο αεροπλάνων και άλλων ιπτάμενων μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hangar, πιθ. < μέσ. λατ. angarium «στάβλος,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

  • στέγαστρο — το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α στεγασμένος χώρος, υπόστεγο νεοελλ. 1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα 2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γερακιά — η [γεράκι] πρόχειρο υπόστεγο φτιαγμένο με κλαδιά …   Dictionary of Greek

  • ευσκέπαστος — εὐσκέπαστος, ον (Α) 1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστον το καλό υπόστεγο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»