Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+υαλοποιείο

См. также в других словарях:

  • υαλοποιείο — το, Ν [υαλοποιός] το υαλουργείο …   Dictionary of Greek

  • υαλοποιείο — το υαλουργείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλουργείο — το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α [υαλουργός] εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο …   Dictionary of Greek

  • υαλουργείο — υαλουργείο, το και υελουργείο, το εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής γυαλιού ή γυάλινων ειδών, εργαστήριο υαλουργού, υαλοποιείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»