Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+σώμα

  • 101 десятигранник

    α. (γεωμτ.) σώμα δεκάεδρο.

    Большой русско-греческий словарь > десятигранник

  • 102 дипломатический

    ε π..
    1. διπλωματικός•

    -ие отношения διπλωματικές σχέσεις•

    дипломатический корпус διπλωματικό σώμα•

    2. μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος• κρυψίνους•

    дипломатический ответ διπλωματική απάντηση.

    Большой русско-греческий словарь > дипломатический

  • 103 дипломатия

    -ив.
    1. διπλωματία, διπλωματικό σώμα.
    2. πονηριά, κρυψίνοια.

    Большой русско-греческий словарь > дипломатия

  • 104 диэлектрик

    α.
    δυσηλεκτραγωγό σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > диэлектрик

  • 105 защитник

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. υπερασπιστής, -τρία, προασπιστής• προστάτης, πρόμαχος.
    2. (νομ.) συνήγορος, δικηγόρος υπεράσπισης•

    коллегия -ов το:δικηγορικό σώμα.

    3. (αθλτ.) παίχτης άμυνας.

    Большой русско-греческий словарь > защитник

  • 106 изнеженный

    επ. από μτχ.
    τρυφερός, μαλακός, μαλθακός, τρυφηλός αβρός•

    -ое тело τρυφερό σώμα•

    -ая кожа τρυφερό δέρμα•

    изнеженный че-ловк μαλθακός άνθρωπος.

    || παλ. μτφ. εξεζητημένος, εκλεπτυσμένος.

    Большой русско-греческий словарь > изнеженный

  • 107 инородный

    επ.
    ξένος, αλλότριος, αλλογενής•

    -ое тело ξένο σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > инородный

  • 108 камень

    -мня, πλθ. камни
    -ей
    κ. παλ. каменья, -ьев а.
    1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•

    вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•

    побиение -ями λιθοβολισμός.

    || πετράδι•

    драгоценный камень πολύτιμος λίθος.

    2. ταφόπετρα•

    под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.

    3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•

    камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•

    камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).

    4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).
    εκφρ.
    держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)
    забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•
    - ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•
    -ем падать, упастьκ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•
    точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•
    философский камень – φιλοσοφική λίθος.

    Большой русско-греческий словарь > камень

  • 109 карбид

    α.
    ανθρακούχο σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > карбид

  • 110 кегль

    α.
    (τυπογρ.) σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > кегль

  • 111 кособочить

    -чу, -чишь
    ρ.δ. (απλ.) στραβοσουγιάζω το κορμί, στραβώνω το κορμί στο πλευρό.
    γίνομαι στραβόπλευρος, γέρνω το σώμα στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > кособочить

  • 112 крап

    -а (крапу) α. στίγμα, κηλίδα (στο σώμα μερικών ζώων, πτηνών, εντόμων). || έγχρωμα στίγματα, χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > крап

  • 113 куб

    -а, πλθ.α.
    1. κύβος (γεωμ. σώμα).
    2. κυβικό μέτρο•

    куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.

    εκφρ.
    возвести в куб – υψώνω στον κύβο.
    α. πλθ.
    λέβητας κυλινδρικού σχήματος•

    перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.

    Большой русско-греческий словарь > куб

  • 114 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 115 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 116 металлоид

    α.
    σώμα μεταλλοειδές. || πλθ. -ы τα μεταλλοειδή ή αμέταλλα.

    Большой русско-греческий словарь > металлоид

  • 117 мешок

    -шка α.
    1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•

    сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•

    таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•

    вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.

    2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.
    3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•

    полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.

    4. κάλυκας λουλουδιού.
    εκφρ.
    золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•
    - и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•
    сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•
    точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > мешок

  • 118 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 119 мурашка

    θ. (απλ.) μυρμηγκάκι.
    εκφρ.
    -и бегают ή ползают по спине ή по телу – μυρμηγκιάζει η ράχη, το σώμα•
    покрдться -эми – σπυριάζω, καλύπτομαι από σπυράκια.

    Большой русско-греческий словарь > мурашка

  • 120 нагой

    επ., βρ: наг, нага, наго.
    1. γυμνός•

    -ое тело γυμνό σώμα•

    -ая грудь γυμνόστηθος.

    2. μτφ. αβλάστητος, άδεντρος•

    -йе холмы γυμνοί λόφοι•

    -ая скала γυμνός βράχος•

    -йе деревья γυμνά δέντρα (χωρίς φύλλα).

    3. μτφ. ασυγκάλυπτος, απερίφραστος•

    -ая истина γυμνή αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > нагой

См. также в других словарях:

  • σῶμα — body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα …   Dictionary of Greek

  • Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… …   Dictionary of Greek

  • μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… …   Dictionary of Greek

  • Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»