-
21 рукопашная
[ρουκαπάσναγια] ουσ. θ. μάχη σώμα προς σώμα -
22 врукопашную
[βρουκαπάσνουγιου] επίρ σώμα προς σώμα -
23 рукопашная
[ρουκαπάσναγια] ουσ θ μάχη σώμα προς σώμα -
24 батарея
-и θ.1. πυροβολαρχία•зенитная батарея αντιαεροπορική πυροβολαρχία•
противотанковая батарея αντιαρματική πυροβολαρχία.
2. κανονιοστάσιο, τηλεβολοστάσιο.3. ηλεκτρική συστοιχία•электрическая батарея συστοιχία συσσωρευτών•
аккумуляторная батарея ηλεκτρικός συσσωρευτής.
4. σώμα•батарея парового отопления σώμα καλοριφέρ, ραντιατέρ.
5. σειρά, αράδα•батарея бутылок αραδιασμένα μπουκάλια.
-
25 вплотную
επίρ.κολλητά, σώμα με σώμα, πλησιέστατα, εγγύτατα. || μτφ. στα σοβαρά•взяться за дело вплотную καταπιάνομαι με την υπόθεση στα σοβαρά.
-
26 грудь
-и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.1. στήθος, στέρνο• θώρακας.2. μαστός, βυζί, στήθος•кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•
дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•
отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.
3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.εκφρ.грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•- ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας). -
27 подбористый
επ., βρ: -рист, -а, -о1. (απλ.) λεβεντοκαμωμένος, ευσταλής, λεβέντικος• ευθυτενής.2. (για ενδυμασία) καλά επικαθήμε-νος στο σώμα• κατά (σύμφωνα με) το σώμα. -
28 схватка
-и θ.1. σύγκρουση, συμπλοκή-πιάσιμο• άρπαγμα•рукопашная схватка πιάσιμο στα χέρια, μάχη σώμα με σώμα.
|| (αθλτ.) λαβή πάλης. || λογομαχία, λογοτριβή, αντεγκλίσεις.2. πλθ. схваткаи πόνοι, σφάχτης• σπασμοί•родовые -и οι πόνοι του τοκετού•
схватка матки υστεραλγία, υστερόπονοι•схваткаи в животе σφάχτες στην κοιλιά, δυνατοί κοιλόπονοι.
3. συνδετήρας, συνδέτης• πιάστρα. -
29 тело
-а, πλθ. тела, тел-ам ουδ.1. σώμα•закон падения тел ο νόμος της πτώσης των σωμάτων•
небесные -а τα ουράνια σώματα•
геометрические -а γεωμετρικά σώματα.
2. σώμα ανθρώπου, κορμί•части тела τα μέλη του σώματος•
дрожать всем -ом τρέμω σύσσωμος.
|| το πτώμα.3. κρέας, σάρκα.4. κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος).5. (στρατ.) κάνη πυροβόλου. || σάρκα καρπού.εκφρ.держать кого в чрном -е – κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου. -
30 торс
-а α.σώμα ανθρώπινο. || σώμα αγάλ-μάτ ιο. -
31 батарея
1. (источник тока) η ηλεκτρική συστοιχίαразг. η μπαταρία (ξεν.)аварийная - ανάγκης, εφεδρική -гальваническая - πρωτογενής -, γαλβανική -2. (совокупность однотипных приборов, устройств и т.п.) η συστοιχία, η ομάδαцентральная (тлф.) - κεντρική -3. (отопления) το σώμα θέρμανσης 4. (военная) η συστοιχία (των πυροβόλων), η πυροβολαρχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батарея
-
32 восстановитель
хим. το αναγωγικό σώμαο αποξυγονωτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восстановитель
-
33 гомополимер
το ομοιοπολυμερές (σώμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гомополимер
-
34 дирекция
η διεύθυνσητο σώμα των διευθυντώντο διευθυντήριο, οι διευθυντέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дирекция
-
35 калорифер
το θερμαντικό σώμα, το καλοριφέρ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калорифер
-
36 колокол
ο κώδων, η καμπάναсигнальный ж.-д. - συναγερμού/κινδύνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колокол
-
37 моноблок
η ενιαία κατασκευή, το ενιαίο σώμα (κατασκευής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моноблок
-
38 облопачивание
(тепл.) η τοποθέτηση των πτερυγίων στον στροφέα και στο σώμα του στροβίλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облопачивание
-
39 осветитель
(источник света) το φωτιστικό σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осветитель
-
40 оцинковывать
γαλβανίζω, καλύπτω (ένα μεταλλικό σώμα) με στρώμα ψευδαργύρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оцинковывать
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia