Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+σήμα

  • 41 бляха

    бляха
    ж ἡ μετάλλινη πλάκα, ἡ λάμα, ἡ κονκάρδα, τό σήμα.

    Русско-новогреческий словарь > бляха

  • 42 вымпел

    вымпел
    м τό σήμα, τό παράσειο[ν]/ мор. ὁ ἐπισείων.

    Русско-новогреческий словарь > вымпел

  • 43 забить

    забить
    сов
    1. (начать бить) ἀρχίζω νά ξυλοκοπώ, ἀρχίζω νά κτυπῶ·
    2. см. забивать·
    3. (о нефти и т. п.) ἀνα-βρύω, ἀναβλύζω· ◊ \забить тревогу δίνω σήμα κινδύνου, χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι.

    Русско-новогреческий словарь > забить

  • 44 звуковой

    звук||овой
    прил ἡχητικός / ὁμιλών (о кино):
    \звуковойовая волна физ. τό ἡχητικό κδμα· \звуковойовой сигнал τό ἡχητικό σήμα· \звуковойово́й фильм ἡ ὁμιλούσα ταινία· \звуковойово́й метод (при обучении чтению) ἡ φωνητική μέθοδος.

    Русско-новогреческий словарь > звуковой

  • 45 клеймо

    клеймо
    с τό σήμα, ἡ μάρκα, ἡ σφραγίδα, ἡ στάμπα / τό στίγμα (на теле осужденного, тж. перен).

    Русско-новогреческий словарь > клеймо

  • 46 кокарда

    кокарда
    ж ἡ κο(ν)κάρδα, τό σήμα.

    Русско-новогреческий словарь > кокарда

  • 47 марка

    ма́рк||а
    ж
    1. (почтовая) τό γραμμα-τόσημο[ν]:
    гербовая \марка τό χαρτόσημο[ν]·
    2. (фабричная) τό σῆμα, ἡ μάρκα (εργοστασίου)·
    3. (денежная единица) τό μάρκο[ν]·
    4. (престиж, репутация) разг τό γόητρον, τό ὀνομα:
    держать \маркау διατηρώ τή φήμη·
    5. (сорт, качество) ἡ μάρκα, ἡ ποιότητα [-ης]:
    вино лучшей \маркаи κρασί πρώτης ποιότητας.

    Русско-новогреческий словарь > марка

  • 48 накалывать

    накалывать
    несов I. (раскалывать) κομματιάζω, τεμαχίζω, σχίζω·
    2. (прикалывать) καρφιτσώνω, στερεώνω:
    \накалывать значок καρφιτσώνω τό σήμα·
    3. (укалывать) τσιμπώ, κεντῶ, τρυπῶ.

    Русско-новогреческий словарь > накалывать

  • 49 опознавательный

    опознавательный
    прил:
    \опознавательный знак τό διακριτικό σήμα, τό διακριτικό σημείο· \опознавательныйые знаки на кры́льях самолета τά διακριτικά σήματα τοϋ ἀεροσκάφους.

    Русско-новогреческий словарь > опознавательный

  • 50 ориентир

    ориентир
    м τό σήμα, τό σημείο προσανατολισμού, σημεῖο[ν] ἀναγνωρίσεως, ὁ δείκτης:
    световой \ориентир ὁ φωτεινός δείκτης, τό φωτεινό σινιάλο· выбрать правильный \ориентир διαλέγω σωστό προσανατολισμό, παίρνω ὁρθή κατεύθυνση.

    Русско-новогреческий словарь > ориентир

  • 51 отличие

    отли́ч||ие
    с
    1. ἡ διαφορά, ἡ διαστολή, ἡ διάκριση [-ις]:
    существенное \отличие ἡ οὐσιώδης διαφορά· знак \отличиеия τό διακριτικό σήμα· зиа́ки \отличиеия τά παράσημα· в \отличие от... ἀντίθετα ἀπό, ἀντιθέτως προς...·
    2. (заслуга) ἡ ἀξία, ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ διαπρεπής ὑπηρεσία:
    окончить с \отличиеием (школу и т. п.) τελειώνω μέ ἀριστα, τελειώνω ἀριστούχος.

    Русско-новогреческий словарь > отличие

  • 52 позывные

    позывные
    мн. (радиостанции, рации и т. п.) τό σήμα

    Русско-новогреческий словарь > позывные

  • 53 световой

    светов||ой
    прил τοῦ φωτός, φωτεινός:
    \световой сигнал τό φωτεινό σήμα· \световойа́я реклама ἡ φωτεινή ρεκλάμα, ἡ φωτεινή διαφήμΐση [-ις]· \световой поток физ. ἡ δέσμη φωτός.

    Русско-новогреческий словарь > световой

  • 54 светофор

    светофор
    м τό φωτεινό σήμα, τό φωτο-φόρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > светофор

  • 55 сигнализировать

    сигнал||изировать
    сов и несов
    1. (давать сигналы) σηματοδοτώ, δίνω σήμα·
    2. перен (что-л., о чем-л.) προειδοποιώ, ἀναφέρω.

    Русско-новогреческий словарь > сигнализировать

  • 56 тревожный

    тревож||ный
    прил
    1. (встревоженный) ἀνήσυχος:
    \тревожныйный голос ἡ ἀνήσυχη φωνή· \тревожныйный взгляд τό ἀνήσυχο βλέμμα·
    2. (вызывающий тревогу) ἀνησυχαστικός:
    \тревожныйные слухи οἱ ἀνησυ-χαστικές φήμες· \тревожныйное положение ἡ ἀνη-συχηστική κατάσταση·
    3. (извещающий об опасности):
    \тревожныйные гудки τό σήμα κινδύνου, τόσήμα τοῦ συναγερμοδ.

    Русско-новогреческий словарь > тревожный

  • 57 условный

    условн||ый
    прил
    1. συνθήματικός, συμβατικός:
    \условныйый знак τό σήμα· \условныйый сигнал τό σύνθημα·
    2. (с условием) συμβατικός, συμφωνημένος, ὑπό ὅρους:
    \условныйое согласие ἡ ὑπό ὅρους συγκατάθεση· \условныйый приговор юр. καταδίκη μέ ἀναστολή·
    3. (общепринятый) τυπικός, καθιερωμένος·
    4. (относительный) σχετικός· б. (несуществующий) ὑποθετικός, φανταστικός, νοερός:
    провести́ \условныйую линию на карте κάνω στόν χάρτη ὑποθετική γραμμή· в. иск. συμβατικός·
    7. грам. ὑποθετικός:
    \условныйое наклонение ἡ ὑποθετική ἔγκλιση [-ις]· ◊ \условныйый рефлекс τό ἐξαρτη-μένο[ν] ἀντανακλαστικό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > условный

  • 58 фабричный

    фабри́чн||ый
    1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:
    \фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·
    2. прил (промышленный) βιομηχανικός:
    \фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·
    3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας.

    Русско-новогреческий словарь > фабричный

  • 59 значок

    [ζνατσόκ] ουσ. α. σήμα

    Русско-греческий новый словарь > значок

  • 60 клеймо

    [κλιεϊμό] ουσ. ο. σήμα

    Русско-греческий новый словарь > клеймо

См. также в других словарях:

  • σῆμα — sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — το, ατος 1. συμφωνημένο και καθιερωμένο σημάδι, ηχητικό ή οπτικό, που με αυτό συνεννοούμαστε: Δόθηκε το σήμα για την εκκίνηση των αθλητών. – Πήραν σήμα να επιστρέψουν πίσω. – Σήμα κινδύνου. 2. ειδική παράσταση που χρησιμοποιείται ως σύμβολο μιας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… …   Dictionary of Greek

  • σημανάντων — σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor part act masc/neut gen pl (epic doric aeolic) σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor imperat act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάναντα — σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνατε — σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor imperat act 2nd pl (epic doric aeolic) σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνηι — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνω — σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor subj act 1st sg (epic doric aeolic) σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνῃ — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῆμ' — σῆμα , σῆμα sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»