-
41 бляха
бляхаж ἡ μετάλλινη πλάκα, ἡ λάμα, ἡ κονκάρδα, τό σήμα. -
42 вымпел
вымпелм τό σήμα, τό παράσειο[ν]/ мор. ὁ ἐπισείων. -
43 забить
забитьсов1. (начать бить) ἀρχίζω νά ξυλοκοπώ, ἀρχίζω νά κτυπῶ·2. см. забивать·3. (о нефти и т. п.) ἀνα-βρύω, ἀναβλύζω· ◊ \забить тревогу δίνω σήμα κινδύνου, χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι. -
44 звуковой
звук||овойприл ἡχητικός / ὁμιλών (о кино):\звуковойовая волна физ. τό ἡχητικό κδμα· \звуковойовой сигнал τό ἡχητικό σήμα· \звуковойово́й фильм ἡ ὁμιλούσα ταινία· \звуковойово́й метод (при обучении чтению) ἡ φωνητική μέθοδος. -
45 клеймо
клеймос τό σήμα, ἡ μάρκα, ἡ σφραγίδα, ἡ στάμπα / τό στίγμα (на теле осужденного, тж. перен). -
46 кокарда
кокардаж ἡ κο(ν)κάρδα, τό σήμα. -
47 марка
ма́рк||аж1. (почтовая) τό γραμμα-τόσημο[ν]:гербовая \марка τό χαρτόσημο[ν]·2. (фабричная) τό σῆμα, ἡ μάρκα (εργοστασίου)·3. (денежная единица) τό μάρκο[ν]·4. (престиж, репутация) разг τό γόητρον, τό ὀνομα:держать \маркау διατηρώ τή φήμη·5. (сорт, качество) ἡ μάρκα, ἡ ποιότητα [-ης]:вино лучшей \маркаи κρασί πρώτης ποιότητας. -
48 накалывать
накалыватьнесов I. (раскалывать) κομματιάζω, τεμαχίζω, σχίζω·2. (прикалывать) καρφιτσώνω, στερεώνω:\накалывать значок καρφιτσώνω τό σήμα·3. (укалывать) τσιμπώ, κεντῶ, τρυπῶ. -
49 опознавательный
опознавательныйприл:\опознавательный знак τό διακριτικό σήμα, τό διακριτικό σημείο· \опознавательныйые знаки на кры́льях самолета τά διακριτικά σήματα τοϋ ἀεροσκάφους. -
50 ориентир
ориентирм τό σήμα, τό σημείο προσανατολισμού, σημεῖο[ν] ἀναγνωρίσεως, ὁ δείκτης:световой \ориентир ὁ φωτεινός δείκτης, τό φωτεινό σινιάλο· выбрать правильный \ориентир διαλέγω σωστό προσανατολισμό, παίρνω ὁρθή κατεύθυνση. -
51 отличие
отли́ч||иес1. ἡ διαφορά, ἡ διαστολή, ἡ διάκριση [-ις]:существенное \отличие ἡ οὐσιώδης διαφορά· знак \отличиеия τό διακριτικό σήμα· зиа́ки \отличиеия τά παράσημα· в \отличие от... ἀντίθετα ἀπό, ἀντιθέτως προς...·2. (заслуга) ἡ ἀξία, ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ διαπρεπής ὑπηρεσία:окончить с \отличиеием (школу и т. п.) τελειώνω μέ ἀριστα, τελειώνω ἀριστούχος. -
52 позывные
позывныемн. (радиостанции, рации и т. п.) τό σήμα -
53 световой
светов||ойприл τοῦ φωτός, φωτεινός:\световой сигнал τό φωτεινό σήμα· \световойа́я реклама ἡ φωτεινή ρεκλάμα, ἡ φωτεινή διαφήμΐση [-ις]· \световой поток физ. ἡ δέσμη φωτός. -
54 светофор
светоформ τό φωτεινό σήμα, τό φωτο-φόρο[ν]. -
55 сигнализировать
сигнал||изироватьсов и несов1. (давать сигналы) σηματοδοτώ, δίνω σήμα·2. перен (что-л., о чем-л.) προειδοποιώ, ἀναφέρω. -
56 тревожный
тревож||ныйприл1. (встревоженный) ἀνήσυχος:\тревожныйный голос ἡ ἀνήσυχη φωνή· \тревожныйный взгляд τό ἀνήσυχο βλέμμα·2. (вызывающий тревогу) ἀνησυχαστικός:\тревожныйные слухи οἱ ἀνησυ-χαστικές φήμες· \тревожныйное положение ἡ ἀνη-συχηστική κατάσταση·3. (извещающий об опасности):\тревожныйные гудки τό σήμα κινδύνου, τόσήμα τοῦ συναγερμοδ. -
57 условный
условн||ыйприл1. συνθήματικός, συμβατικός:\условныйый знак τό σήμα· \условныйый сигнал τό σύνθημα·2. (с условием) συμβατικός, συμφωνημένος, ὑπό ὅρους:\условныйое согласие ἡ ὑπό ὅρους συγκατάθεση· \условныйый приговор юр. καταδίκη μέ ἀναστολή·3. (общепринятый) τυπικός, καθιερωμένος·4. (относительный) σχετικός· б. (несуществующий) ὑποθετικός, φανταστικός, νοερός:провести́ \условныйую линию на карте κάνω στόν χάρτη ὑποθετική γραμμή· в. иск. συμβατικός·7. грам. ὑποθετικός:\условныйое наклонение ἡ ὑποθετική ἔγκλιση [-ις]· ◊ \условныйый рефлекс τό ἐξαρτη-μένο[ν] ἀντανακλαστικό[ν]. -
58 фабричный
фабри́чн||ый1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:\фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·2. прил (промышленный) βιομηχανικός:\фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας. -
59 значок
[ζνατσόκ] ουσ. α. σήμα -
60 клеймо
[κλιεϊμό] ουσ. ο. σήμα
См. также в других словарях:
σῆμα — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
σήμα — το, ατος 1. συμφωνημένο και καθιερωμένο σημάδι, ηχητικό ή οπτικό, που με αυτό συνεννοούμαστε: Δόθηκε το σήμα για την εκκίνηση των αθλητών. – Πήραν σήμα να επιστρέψουν πίσω. – Σήμα κινδύνου. 2. ειδική παράσταση που χρησιμοποιείται ως σύμβολο μιας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… … Dictionary of Greek
σημανάντων — σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor part act masc/neut gen pl (epic doric aeolic) σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor imperat act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάναντα — σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνατε — σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor imperat act 2nd pl (epic doric aeolic) σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνηι — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνω — σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor subj act 1st sg (epic doric aeolic) σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνῃ — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῆμ' — σῆμα , σῆμα sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)