-
21 чулок
тех. το σωληνοειδές περίβλημαкабельный - (для протягивания кабеля в канализацию) - για κάλυψη της υπόγειας καλωδίωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чулок
-
22 шпангоут
(ав, мор.) о νομέ/αςразг. η πόστα (ξεν.), το «νεύρωμα»вспомогательный - ав. βοηθητικός -рамный - κύριος/βασικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпангоут
-
23 обертка
оберт||каж τό περικόλυμμα, τό περίβλημα / τό ντύμα, τό ντύσιμο (книги, тетради). -
24 покров
покровм1. τό κάλυμμα:снежный \покров στρώμα ἀπό χιόνι·2. перен ὁ πέπλος, τό κάλυμμα:под \покровом ночи στό σκοτάδι τῆς νύχτας·3. анЬт. τό περίβλημα:кожный \покров τό δέρμα. -
25 оболочка
[αμπαλότσκα] ουσ. θ. περίβλημα -
26 оболочка
[αμπαλότσκα] ουσ θ περίβλημα -
27 боб
-а α.1. λοβός, το περίβλημα των οσπρίων. || το κουκκί, το οπειρι, το σπέρμα.2. πλθ. -ы τα όσπρια.εκφρ.- ы разводить – ματαιοπονώ, ματαιολογώ, φλυαρώ άσκοπα (δεισιδαιμονία από το ρίξιμο των κουκκιών)•остаться ή сидеть на -ах – την πατώ, πέφτω έξω. -
28 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
29 ворсинчатый
επ.χνουδωτός•-ая оболочка χνουδωτό περίβλημα.
-
30 кант
-
31 обёртка
-и θ.1. περιτύλιξη, περικάλυψη• περίβλημα, ντύσιμο (β ιβλίου, τετραδίου κ.τ.τ•).2. περιτύλιγμα (υλικό). -
32 окаймление
-я ουδ.1. κρασπέδωση, ράψιμο μπορντούρας, περιταινίωση.2. μτφ. περίβλημα, περιτριγύρισμα πλαίσιο. -
33 папка
-
34 покров
-а α.1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•-растительности βλάστηση• χλωρίδα•
снежный покров στρώμα χιονιού•
волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•
кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•
покров тумана στρώμα ομίχλης.
2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. || -ы πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3. παλ. προστασία, σκέπη.εκφρ.под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•покров ночи – ο πέπλος της νύχτας. -
35 рубашка
-и θ.1. πουκάμισο. || το νυχτικό η νυχτικιά (γυναικεία ή παιδική).2. το πίσω μέρος των παιγνιόχαρτων.3. χρώμα τριχώμα-ματος.4. η εμβρυακή μεμβράνα.5. περίβλημα, περικάλυμμα.εκφρ.оставить в одной -е – απογυμνώνω, αποψιλώνω (αποστερώ του παντός)•остаться в одной -е – μένω χωρίς τίποτε, επί ξύλου κρεμάμενος. -
36 стенка
-и θ.1. τοιχάκος, τοιχούλης• τοίχος.2. τοίχωμα, παρειά• περίβλημα•стенкаи кастрюли τα τοιχώματα της κατσαρόλας•стенкаи сердца τα τοιχώματα της καρδιάς.3. (στρατ.) πυκνός ζυγός ή φάλαγγα.εκφρ.стенка в -у и об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (σπίτι, δωμάτιο)•гимнастическая – κ. παλ. шведская стенка (αθλτ.) το πολύζυγο•ставить к -е – βάζω στα έξι μέτρα (εκτελώ, τουφεκίζω). -
37 стручок
-чка, πλθ. -чки, -ов κ. стручья, -ьев α. ο λοβός, σποροθήκη των καρπών, το περίβλημα•-й фасоли ο λοβός του φασουλιού.
-
38 сумка
-и θ.1. σάκκος, σακκίδιο• τσάντα•санитарная сумка υγειονομικό σακκίδιο•
школь-нэя сумка τσάντα μαθητή•
патронная сумка φυσιγγιοθήκη, παλάσκα.
2. ο μάρσιπος. || (ανατ.) περίβλημα•сердечная ή околосердечная сумка περ ικάρδιο.
-
39 хитин
-а α. (βιολ.) χιτώνας, περίβλημα. -
40 шелуха
-и θ. φλούδα, φλοιός• πέτσα• περίβλημα• κέλυφος, τσόφλι• λέπια ψαριών,μτφ. το εξωτερικό, το επουσιώδες.
См. также в других словарях:
περίβλημα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία … Dictionary of Greek
περίβλημα — το 1. καθετί που περιβάλλει κάτι άλλο: Το περίβλημα των σπόρων είναι προστατευτικό μέσο. 2. επένδυση: Το περίβλημα των καλωδίων είναι από μονωτική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
περιβλημάτων — περίβλημα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήμασι — περίβλημα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήμασιν — περίβλημα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματα — περίβλημα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματι — περίβλημα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματος — περίβλημα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek