-
41 масляный
маслян||ыйприл1. λαδωμένος, λιγδω-μένος, λεκιασμένος:\масляныйое пятно́ ἡ λίγδα, ἡ λιγδιά·2. жив. ἐλαιώδης:\масляныйая краска ἡ ἐλαιοβαφή, ἡ λαδομπογιά·3. хим. ἐλαιώδης, βουτυρώδης, βουτυρικός, λιπώδης:\масляныйая кислота τό βουτυρικόν ὁξύ- -
42 молочный
моло́чн||ыйприл γαλακτερός, γαλακτικός /γαλακτοειδής (похожий на молоко):\молочныйые продукты τά γαλα(κ)τερά· \молочный магазин τό γαλατάδικο, τό γαλακτοπωλεῖο[ν]· \молочныйая ферма τό γαλακτοπαραγωγικό ἀγρόκτημα· \молочныйое хозяйство τό γαλακτοκο-(εῖο· \молочныйая корова ἡ γαλατερή (или γα-ἱακτοφόρος) ἀγελάδα· \молочный поросенок γουρουνόπουλο τοῦ γάλακτος· \молочныйая диета ἡ ΐαλακτοδίαιτα, ἡ γαλακτοτροφία· \молочный кисель τό κισέλι μέ γάλα· \молочныйого цве́та. γαλακτόχρους· \молочныйые железы анат. οἱ γαλακτογόνοι ἀδένες· ◊ \молочныйая кислота хим. τό γαλακτικό ὀξύ· \молочныйые зу́бы τά πρῶτα δόντια τοῦ βρέφους· \молочный брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφός· обещать \молочныйые реки и кисельные берега́ ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια. -
43 мочевой
моче||войприл οὐρικός, οὐρητικός:\мочевойво́й пузырь ἡ οὐροδόχος κύστις· \мочевойво́й канал ἡ οὐρήθρα· \мочевойвые камни мед. ὁ οὐρόλιθος· \мочевойвая кислота хим. τό οὐρικόν ὁξύ. -
44 муравьйный
муравьйн||ыйприл μυρμηκικός:\муравьйныйая ку́ча ἡ μυρμηκιά· \муравьйныйая кислота хим. τό μυρμηκικό[ν] ὀξύ. -
45 острый
о́стр||ыйприл ὀξύς, μυτερός, κοφτερός, αἰχμηρός / ἀκονισμένος (отточенный):\острыйые ка́мии οἱ μυτερές πέτρες· \острыйые когти τά γαμψά νύχια·2. перен (о зрении и т. ἡ.) ὀξύς:\острый слух ἡ ὀξεία ἀκοή· \острый ум τό ἀκονισμένο μυαλό·3. (на вкус \острый о блюде и т. п.) ὀξύς, δριμύς, δυνατός/ καυτερός, τσουχτερός (едкий)·4. (колкий, язвительный) δηκτικός, τσουχτερός:\острый на язык ἀνθρωπος μέ τσουχτερή γλωσσά· \острыйое словцо́ ἡ τσουχτερή κουβέντα· \острыйое замечание ἡ δηκτική παρατήρηση·5. (резкий, сильный) δριμύς, δυνατός, ὀξύς:\острыйая боль ὀξύς πόνος·6. (катастрофический, критический):\острый момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \острый недостаток ἡ ὀξεία ἀνεπάρκεια, ἡ μεγάλη Ελλειψη· \острыйая проблема τό ὀξύ πρόβλημα· ◊ \острый у́гол мат ἡ ὀξεία γωνία. -
46 плавиковый
плавиков||ыйприл:\плавиковыйая кислота хим. τό ὑδροφθορικό[ν] ὁξύ· \плавиковый шпат мин. ὁ φθορίτης. -
47 протрава
протраваж (действие) ἡ ἔγκαυση μέ ὀξύ (в граверном деле)/ ἡ πρόστυψη [-ις] (в текстильном производстве)·2. (вещество) τό πρόστυμμα, τό μορντάν. -
48 протравить
протравитьсов, протравливать несов1. (в граверном деле) χαράσσω, ἐγκαίω μέ ὀξύ·2. текст. προστύφω τά ὑφάσματα. -
49 сернистый
сернист||ыйприл хим. θειώδης:\сернистыйая кислота τό θειώδες ὀξύ. -
50 серный
серн||ыйприл:\серныйая кислота хим. τό θειϊκόν ὀξύ, τό βιτριόλι· \серный рудник τό θειωρυχεῖον. -
51 соляный
солян||ыйприл:\соляныйая кислота хим. τό ὑδροχλωρικό ὀξύ. -
52 травить
травить Iнесов1. (на охоте) κυνηγώ, θηρεύω·2. (уничтожать) ἐξοντώνω·3. перен καταδιώκω, κατατρέχω.травить IIнесов1. (делать потраву) καταστρέφω, προξενώ βλάβη·2. (металлы) κάνω χάραξη μέ χημικά μέσα, χαράσσω μέ ὁξύ.травить IIIнесов мор. λασκάρω, κα-λουμάρω. -
53 угар
угарм1. τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ·2. перен ἡ μέθή, ἡ παράφορα:в пьяном \угаре πάνω στό μεθύσι. -
54 угарный
угар||ныйприл:\угарныйный газ τό μονοξείδιον τοῦ ἀνθρακος, τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ. -
55 углекислота
углекислотаж хим. τό διοξείδιο[ν] τοῦ ἄνθρακος, τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ. -
56 угольный
у́голь||ныйприл ἀνθρακοφόρος, τοῦ ἄνθρακος, ἀνθρακοῦχος, ἀνθρακώδης:\угольныйная промышленность ἡ βιομηχανία γαιανθράκων \угольныйвая копь τό ἀνθρακωρυχεῖο[ν]· \угольный бассейн τό γαιανθρακοῦχον λεκανοπέδιον \угольный склад ἡ ἀνθρακαποθήκη· \угольныйная пыль ἡ καρβουνόσκονη· ◊ \угольныйная кислота хим. τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ. -
57 уксусный
у́ксус||ныйприл ὁξικός:\уксусныйная кислота́ хим. τό ὁξικό[ν] ὀξύ. -
58 фосфорный
фосфорн||ыйприл φωσφορούχος, φωσφορικός:\фосфорныйая кислота τό φωσφορώδες ὀξύ. -
59 хлорный
хлорн||ыйприл ὑπερχλωρικός:\хлорныйая кислота τό ὑπερχλωρικόν ὀξύ· \хлорныйая известь τό χλωριοῦχον ἀσβέστιο. -
60 хромовый
хромов||ый Iприл хим. χρωμικός:\хромовыйая кислота τό χρωμικό[ν] ὀξύ.хромовый IIприл (о коже) κατασκευασμένος ἀπό μποξ κάλφ.
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… … Dictionary of Greek
ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek