Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+μυστικό

  • 61 рассекречивать

    ρ.δ.
    βλ. рассекретить.
    δεν είμαι από τους έμπιστους, δεν εμπνέω πια επιστοσύνη. || αποκαλύπτομαι (για μυστικό).

    Большой русско-греческий словарь > рассекречивать

  • 62 свято

    επίρ. άγια, -ιως, οσίως, ευλαβικά•

    свято жить ζω άγια•

    свято хранить тайну ευλαβικάφυλάγω το μυστικό.

    Большой русско-греческий словарь > свято

  • 63 святой

    επ., βρ: свят, свята, свято.
    1. άγιος•

    Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•

    Святая Троица η Αγία Τριάδα•

    святые места οι άγιοι τόποι•

    святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•

    святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•

    святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).

    2. ουσ. το ιερό•

    для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•

    жития -ых οι βίοι των αγίων.

    || ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•

    день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•

    клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.

    || ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.
    3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•

    он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.

    4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•

    -ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.

    5. ύψιστος•

    святой долг ιερό καθήκο.

    εκφρ.
    святой отец – πάτερ•
    - ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•
    хоть -ых (вон) неси (выноси)παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).

    Большой русско-греческий словарь > святой

  • 64 сдуру

    επίρ. από κουταμάρα•

    сдуру он рассказал секрет από κουταμάρα έβγαλε το μυστικό.

    Большой русско-греческий словарь > сдуру

  • 65 секретничать

    ρ.δ.
    1. κρατώ (φυλάγω) μυστικό.
    2. μιλώ κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ, κρυ-φο--κουβεντ ιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > секретничать

  • 66 секретный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. μυστικός, κρυφός• απόρρητος•

    -ые переговоры μυστικές συνομιλίες•

    секретный договор μυστική συμφωνία•

    секретный документ μυστικό έγγραφο•

    секретный выход μυστική έξοδος•

    -ое поручение μυστική αποστολή.

    2. ουσ. -ая θ. απομονωτήριο φυλακής.

    Большой русско-греческий словарь > секретный

  • 67 скрыть

    скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•

    скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•

    скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.

    2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).
    3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.
    κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•

    скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•

    преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.

    || εξαφανίζομαι, δραπετεύω•

    Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.

    || μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > скрыть

  • 68 служебный

    επ.
    1. υπηρεσιακός•

    -ые дела υπηρεσιακές υποθέσεις•

    -ая таина υπηρεσιακό μυστικό•

    -ая записка υπηρεσιακό σημείωμα.

    2. δευτερεύων, βοηθητικός, επικουρ ικός.
    εκφρ.
    - ые слова – βοηθητικές λέζεις (σύνδεσμοι, μό-ρ ια, προθέσεις).

    Большой русско-греческий словарь > служебный

  • 69 узнать

    узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•

    я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•

    узнать новость μαθαίνω το νέο•

    поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•

    узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•

    от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;

    2. γνωρίζω•

    узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•

    узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).

    3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•

    он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.

    || (ως απειλή)• βλέπω•

    -ешь θα μάθεις, θα δεις•

    -ет θα μάθει, θα δει.

    4. αναγνωρίζω•

    евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.

    μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•

    узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > узнать

  • 70 фокус

    α.
    1. (φυσ.) εστία διάθλασης ή αντανάκλασες ακτινών. || απόσταση εστιακή.
    2. (ιατρ.) εστία φλεγμονής.
    3. μτφ. κέντρο συγκέντρωσης, συρροής.
    α.
    1. ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία• κόλπο, τέχνασμα, τρυκ. || πονηριά, απάτη, κατεργαριά. || (για μηχανισμό) το μυστικό.
    2. καπρίτσα, ιδιοτροπίες, καμώματα, νάζια•

    брось свои -ы άσε (άφησε) τα καπρί-τσα σου στην μπάντα.

    εκφρ.
    в том-то и фокус – εδώ είναι ο κόμπος ή τα κουμπιά της Αλέξαι-νας (για δυσχέρειες).

    Большой русско-греческий словарь > фокус

  • 71 хоронить

    -роню, -ронишь
    ρ.δ.μ. ενταφιάζω, θάβω.
    εκφρ.
    хоронить себя – απομονώνομαι, κλείνομαι στο καβούκι μου.
    ενταφιάζομαι, θάβομαι.
    -роню, -ронишь ρ.δ.μ.
    1. (παλ. κ. απλ.)• κρύβω.
    2. μτφ. κρατώ μυστικό.
    3. φυλάγω, προστατεύω.
    1. κρύβομαι.
    2. μτφ. κρατιέμαι μυστικά.
    3. φυλάγομαι, προφυλάγομαι• προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хоронить

  • 72 хранить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάσσω• διατηρώ•

    он -ит все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει•

    хранить деньги под замком φυλάγω τα χρήματα κλειδωμένα•

    хранить деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο•

    -продукты в холодном месте διατηρώ τα τρόφιμα σε κρύο μέρος.

    || μτφ. κρατώ•

    хранить в памяти διατηρώ στη μνήμη•

    хранить в сердце, в душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή.

    2. τηρώ•

    хранить законы τηρώ του νόμους•

    хранить клятву κρατώ τον όρκο.

    • διατηρώ, δε χάνω•

    она ещё -ит свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της.

    3. προφυλάσσω. || δεν προδίνω•

    хранить тайну κρατώ το μυστικό.

    εκφρ.
    хранить в тайне – κρατώ μυστικά.
    1. φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι• διαφυλάσσομαι.
    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.
    3. τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > хранить

  • 73 ябедничать

    ρ.δ.
    μαρτυρώ, προδίνω μυστικό.

    Большой русско-греческий словарь > ябедничать

См. также в других словарях:

  • μυστικό — το 1. αυτό που δεν ανακοινώθηκε ή δεν πρέπει να ανακοινωθεί σε άλλους, απόκρυφο, απόρρητο («δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό») 2. μέσο ενέργειας άγνωστο στους πολλούς («το μυστικό τής επιτυχίας του δεν τό λέει σε κανέναν») 3. καθετί το απροσπέλαστο …   Dictionary of Greek

  • μυστικό — το 1. αυτό που δεν πρέπει να φανερωθεί στους άλλους, που πρέπει να μείνει κρυφό, το απόρρητο: Φανέρωσε το μεγάλο της μυστικό την ώρα που ξεψυχούσε. 2. τρόπος, μέσο ενέργειας άγνωστο σε πολλούς: Ποιο είναι το μυστικό για έναν πετυχημένο γάμο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αποκαλύψεως, Ιππότες — Μυστικό τάγμα χριστιανών στη Ρώμη. Ιδρύθηκε το 1693 και διαλύθηκε έναν χρόνο αργότερα, μετά τη σύλληψη του ιδρυτή και αρχηγού του, Αγκοστίνο Γκαμπρίνο. Το τάγμα είχε σκοπό, σύμφωνα με τον ιδρυτή του, να υπερασπιστεί την εκκλησία από τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

  • Mystiko — Μυστικό Single by Peggy Zina from the album Ena New Edition B sid …   Wikipedia

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • μυστικότητα — η 1. το να είναι ή να τηρείται κάτι μυστικό 2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»