-
21 мат
мат Iм шахм. τό μάτ:объявить \мат κάνω μάτ.мат IIм (подстилка) τό ψαθί, ἡ ψάθα.мат IIIм (матовость) τό μάτ:навести \мат на что-л., покрывать \матом βάφω μάτ.мат IVм:кричать благим \матом разг φωνάζω δυνατά, ἀγριοφωνάζω.мат Vм неприличная брань ἡ βρισιά. -
22 матовый
матов||ыйприл μάτ, θαμπός, ἀστιλβής:\матовыйая ко́жа лица τό χρώμα μάτ τοῦ προσώπου· \матовыйое стекло́ τό θαμπό γυαλί, τό γυαλί μάτ. -
23 мат
-
24 матовый
-
25 mate
[meit] 1. verb1) (to come, or bring (animals etc), together for breeding: The bears have mated and produced a cub.) ζευγαρώνω2) ((chess) to checkmate (someone).) κάνω ματ2. noun1) (an animal etc with which another is paired for breeding: Some birds sing in order to attract a mate.) σύντροφος,ταίρι2) (a husband or wife.) σύζυγος3) (a companion or friend: We've been mates for years.) φίλος4) (a fellow workman or assistant: a carpenter's mate.) συνάδελφος5) (a merchant ship's officer under the master or captain: the first mate.) υποπλοίαρχος6) (in chess, checkmate.) ματ -
26 заматовать
-тую, -туешьρ.σ.μ.(στο σκάκι.) δύνω ματ•заматовать короля δίνω ματ στο βασι,λι,ά.
-
27 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
28 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
29 фотобумага
το χαρτί (εκτύπωσης) φωτογραφιώντο φωτογραφικό χαρτίматовая - ματ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фотобумага
-
30 шах
шах Iм (титул) ὁ σάχης.шах IIм шахм. τό ρουά:объявить \шах κάνω ρουά· \шах и мат ρουά καί μάτ. -
31 αποφράσσω
αποφράττω (αόρ. απέφραξα) ματ.1) загораживать, преграждать, перекрывать; запруживать (реку); 2) затыкать, заделывать (дыру); 3) закупоривать, засорять -
32 βρίσκω
(αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;
βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;
βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;
βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;
βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:
δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;
βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;
βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;βρίσκω πρόφαση — находить предлог;
δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;
βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;
2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;
τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;
κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;
τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;
βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;
έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;5) находить, считать, полагать;πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;
βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;
τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;
6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;
δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;
απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;
1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;βρίσκο(υ)μαι
βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;
βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;
2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;- ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;
это дефицитная вещь -
33 check
[ ek] 1. verb1) (to see if something (eg a sum) is correct or accurate: Will you check my addition?) επαληθεύω2) (to see if something (eg a machine) is in good condition or working properly: Have you checked the engine (over)?) ελέγχω3) (to hold back; to stop: We've checked the flow of water from the burst pipe.) ανακόπτω2. noun1) (an act of testing or checking.) έλεγχος2) (something which prevents or holds back: a check on imports.) περιορισμός3) (in chess, a position in which the king is attacked: He put his opponent's king in check.) (θέση στο σκάκι) σαχ4) (a pattern of squares: I like the red check on that material.) καρό5) (a ticket received in return for handing in baggage etc.) απόκομμα παραλαβής6) ((especially American) a bill: The check please, waiter!) λογαριασμός7) ((American) a cheque.) επιταγή•- checked- checkbook
- check-in
- checkmate 3. verb(to put (an opponent's king) in this position.) κάνω ματ- checkout- checkpoint
- check-up
- check in
- check out
- check up on
- check up -
34 checkmate
noun (in chess, a position from which the king cannot escape.) (ρουά) ματ -
35 stalemate
['steilmeit]1) (a position in chess in which a player cannot move without putting his king in danger.) ακινητοποίηση του βασιλιά (ματ)2) (in any contest, dispute etc, a position in which neither side can win: The recent discussions ended in stalemate.) αδιέξοδο -
36 матовый
[μάταβυϊ] εκ. ματ, θαμπός -
37 θεός
θεός (ὁ, ἡ; v. θεά: θελτ;γτ;ός, θεός, θεοῦ, θεοῖο, θεῷ, θεῷ, θεόν; θεοί, θεοί, θεῶν, θεων, θεοῖς, θεοῖσι, θεούς, θεοί.)1 god1 unspecified. ( Τάνταλος)θεοῖσι δεῖπνα παρέχων O. 1.39
θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται μερίμναισιν O. 1.106
ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν fate dispensed by god O. 2.21παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.66
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12
βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις at Olympia O. 5.5μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
θεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν O. 6.78
θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
Τλαπολέμῳ ἵσταται ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.79
ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37
ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.103
μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. O. 5.5) O. 10.49 θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; O. 13.21Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παῤ ὅρκον κτίσιν O. 13.83
ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας ( θεοὶ etiam possis) O. 14.8θεῶν κρατίστου παῖδες O. 14.14
θεῶν πολέμιος, Τυφὼς P. 1.15
θεῶν παλάμαις P. 1.48
οὕτω δ' Ἱέρωνι θελτ;γτ;ὸς ὀρθωτὴρ πέλοι P. 1.56
θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.49
—50. χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110
“ σὺν τιμᾷ θεῶν” P. 4.51ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
θεῷ πίσυνος P. 4.232
σὺν θεῶν τιμαῖς P. 4.260
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι P. 6.24
“ τύχᾳ θεῶν” P. 8.53θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.71
ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις P. 9.67
μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν P. 11.62
θεῶν βασιλέα N. 1.39
ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν N. 1.67
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
βασιλῆα δὲ θεῶν N. 7.82
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
ἐπεὶ τοῦτον ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.58
πολλὰ μὲν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (i. e. Ἑστίαν) N. 11.6καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
Πηλέος ἥρωος, εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν I. 6.25
δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5
χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.44
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
σὺν θεῶν δὲ αἴσᾳ (Boeckh: θεῶ codd.) I. 9.1θεοὶ συνετέλεσσαν Pae. 2.65
ἐν θεῶν ξενίᾳ at the Delphic Theoxenia Pae. 6.61Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβ[ρο Pae. 15.7
δεῦτ ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 2. θεῶ[ν] Κυβέ[λαν] ματ[έρα (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεύς fr. 93. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebent codd. Plutarchi, non habet, ut vid., Π.) Θρ.. 1. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 3. τί θεός; fr. 140d.σὺν θεοῖς O. 8.14
σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5
2 opposed to men, mortals.εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.22
γόνον οὔτ' ἐν ἄνδρασι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
“ παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13 “ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 “ ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις” P. 9.40θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ. εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.21
ἀρχαὶ δὲ βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς ( ἐκ θεῶν Σ: ?on analogy of ἄρχεσθαι) N. 1.9ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι. καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν Pae. 6.51
οὐ γάρ ἔσθ ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 5. ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷ> (add. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει (supp. Blass) ?fr. 333a. 4.3 specific gods.a Apollo.οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις O. 8.46
φέροισα σπέρμα θεοῦ P. 3.15
ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.39
ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβία P. 9.13
κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας P. 10.33
θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.54
Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεός Pae. 6.80
ὤμοσε [γὰρ θ]εός Pae. 6.112
θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.3
his temple in Delphi:μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν N. 7.40
b Zeus.θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι P. 4.199
γνώτ ἀείδω θεῶ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (οἶ pro θεῷ coni. Kayser) N. 10.31πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.49
c Poseidon.τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.101
ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12
( Ἰσθμός)ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
d Helios.καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.60
e Dionysos. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 9.f Herakles.ἥρως θεὸς N. 3.22
g goddesses, Kybele, Great Mother. μεγάλας θεοῦ κύνα Pan. fr. 96. 2.Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.79
h Thetis.πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.34
i Honour, Aidos.κείνα θεός N. 9.36
k Athene.εὗρεν θεός P. 12.22
l Psamatheia.βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ, ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13
4 θεόθεν, from, inspired by heavenσύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
θεόθεν ἐραίμαν καλῶν P. 11.50
5 frag. ]οι· θεῶν[ Pae. 4.17
-
38 Κυβέλα
Κυβέλα the Great Mother. θεῶ[ν] Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. -
39 μάταιος
1 ineffectualἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
ματ[αί]ων δὲ [ ] ἑκὰς ἐόντων Ρα. 4. 34. -
40 μάτηρ
1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 “ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 “ φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 “ ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1
“ ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον DexitheaΠα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.2 epith. of divinities.a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74
ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.3 met.,a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98bμᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2
ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.984 fragg.ματερ[ Pae. 3.6
]ματε[ρ Δ. 2. 32.
См. также в других словарях:
ματ — (I) (άκλιτο) ο άστιλπνος, ο θαμπός, αυτός που δεν γυαλίζει («ματ χαρτί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mat < λατ. mattus]. (II) το όρος τού σκακιού που δηλώνει την ήττα τού αντιπάλου («ματ σε δύο κινήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. māta «είναι πεθαμένος»] … Dictionary of Greek
ΜΑΤ — Mat Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. {{{image}}} Sigles d une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres … Wikipédia en Français
ματ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. όχι γυαλιστερός: Φωτογραφία ματ. 2. σκακιστικός όρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντίλον, Ματ — (Matt Dillon, Νέα Υόρκη 1964 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο Ν. διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους ατίθασων, επαναστατημένων εφήβων, πείθοντας εύκολα αφού και ο ίδιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη σε ηλικία μόλις 15 ετών.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek … Wikipedia
Matthew Nielsen — Matt Nielsen Nielsen with Valencia BC Position Power forward Height 208 cm (6 ft 10 in) Weight 106 kg (230 lb) … Wikipedia
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
MAT — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. {{{image}}} Sigles d une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres … Wikipédia en Français
Mat — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sigles d’une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres Sigles de quatre lettres … Wikipédia en Français