Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+μανίκι

  • 21 надставной

    επ.
    επιπρόσθετο τεμάχιο, αβγάτισμα•

    надставной кусок юбки επιπρόσθετο κομμάτι της φούστας.

    || επαυξημένος, αβγατισμένος•

    надставной ру— кав αβγατισμένο μανίκι.

    Большой русско-греческий словарь > надставной

  • 22 подёргать

    ρ.σ.
    1. τραβώ•

    подёргать за уши τραβώ α-πο τα αυτιά•

    подёргать за рукав τραβώ από το μανίκι.

    2. κινώ απότομα, σπασμωδικά• τινάζω.
    3. βγάζω (για πολλά, όλα)•

    подёргать все гвозды βγάζω όλα τα καρφιά•

    подёргать все морковки βγάζω (ξεριζώνω) όλα τα καρότα.

    βλ. дёргаться (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > подёргать

  • 23 прикроить

    ρ.σ.μ. κόβω συμπληρωματικά•

    прикроить ру-кэв к пальто κόβω μανίκι για το πανωφόρι.

    Большой русско-греческий словарь > прикроить

  • 24 прожечь

    -жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. прожг
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прожженный, βρ: -жжн, -жжена, -жжено ρ.σ.μ.
    1. καίω, τρυπώ με την καύση•

    прожечь платье уг-лм, утюгом καίω το φόρεμα με το κάρβουνο, το σίδερο.

    2. μτφ. διαπερνώ, φλογίζω (για αισθήματα).
    3. καθαρίζω με καύση.
    4. ξοδεύω ασυλόγιστα, σπαταλώ. || καίω (για ένα χρονικό διάστημα)•

    прожечь лампу всю ночь καίω τη λάμπα όλη τη νύχτα.

    καίγομαι. || τρυπιέμαι από κάψιμο•

    на рукаве -глась дыра το μανίκι τρύπησε από το κάψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > прожечь

  • 25 рвануть

    -ну, -ншь ρ.σ.
    1. τραβώ δυνατά απότομα•

    он -ул меня за рукав αυτός με τράβηξε απότομα από το μανίκι.

    2. ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, χυμώ. || (για άνεμο, ρεύμα) • φυσώ δυνατά, ορμητικά. || σκάζω, κάνω έκρηξη.
    3. (απλ.)• αναχωρώ, φεύγω• πηγαίνω•

    завтра мы -м в Москву αύριο πάμε για τη Μόσχα.

    4. (απλ.) παίρνω, βουτώ• παίρνω παράνομα•

    рвануть изрядный куш βουτώ μεγάλο ποσό χρημάτων.

    ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвануть

  • 26 рукав

    -а, πλθ.α.
    1. μανίκι, περιχειρίδα.
    2. βραχίονας ποταμού.
    3. σωλήνας διακλάδωσης.

    Большой русско-греческий словарь > рукав

  • 27 сальный

    επ.
    1. του λίπους.
    2. στεατικός•

    -ая свеча στεατοκήριο, σπερματσέτο.

    3. λιγδωμένος, λαδιασμένος•

    сальный рукав λιγδωμένο μανίκι.

    4. απρεπής, άσεμνος• αισχρός, μιαρός.
    εκφρ.
    - ые железы – στεατογόνοι αδένες.
    сальто ουδ. άκλ. πήδημα, άλμα, σάλτο.

    Большой русско-греческий словарь > сальный

  • 28 сшивной

    επ.
    ραφτός, με ραφή•

    сшивной рукав μανίκι με ραφή.

    Большой русско-греческий словарь > сшивной

  • 29 тормошить

    -шу, -пшшь
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ επα-ναλειπτικά•

    тормошить за уши τραβώ από τ αυτιά•

    за рукав τραβώ από το μανίκι.

    2. μτφ. ενοχλώ, παρενοχλώ, γίνομαι βάρος, φόρτωμα. || στριφογυρίζω, στριφογυρνώ. || έχω σκουτού-ρες, φασαρίες, τρεχάματα.

    Большой русско-греческий словарь > тормошить

  • 30 ушить

    ушью, ушьшь, προστκ. ушей
    ρ.σ.μ.
    1. στενεύω, κοντεύω, βραχύνω κατά το ράψιμο•

    ушить рукав στενεύω ή κοντεύω το μανίκι.

    2. κε-ντίζω, διακοσμώ.
    3. περιρράπτω•

    ушить поссылку ράβω το δέμα απ όλες τις μεριές.

    κονταίνω, στενεύω, βραχύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ушить

  • 31 шубный

    επ.
    1. της γούνας•

    шубный рукав το μανίκι της γούνας.

    || για γούνα•

    -ая овчина προ-βειά για γούνα.

    2. με καλό τρίχωμα• μαλλιαρός•

    -ые овцы μαλλιαρά πρόβατα.

    || γουναρικός, γούνινος•

    -ые изделия τα γουναρικά (είδη)•

    шубный товар εμπόρευμα γουναρικών.

    εκφρ.
    -ое овцеводство. – προβατοκομία για γουναρικά.

    Большой русско-греческий словарь > шубный

См. также в других словарях:

  • μανίκι — το (Μ μανίκιον και μανίκιν και μανίκι) 1. το μέρος τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι, χειρίδα 2. το μέρος από το οποίο μπορεί να κρατήσει ή να χειριστεί κάποιος ένα όργανο, η λαβή, το χερούλι ενός εργαλείου ή δοχείου («το μανίκι τού μαχαιριού»… …   Dictionary of Greek

  • μανίκι — το (λ. λατ.) 1. το μέρος των ρούχων γύρω από τα χέρια: Σκίστηκε το μανίκι της μπλούζας μου. 2. η λαβή του μαχαιριού: Κρατούσε απειλητικά το μαχαίρι από το μανίκι. 3. μτφ., κάτι πολύ δύσκολο: Αυτό το μάθημα είναι μανίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανικώνω — [μανίκι] 1. ράβω μανίκια σε ένδυμα 2. προσθέτω λαβή σε όργανο ή σε σκεύος, εφαρμόζω λαβή …   Dictionary of Greek

  • αμάνικος — (I) η, ο [μανίκι] (κυρίως για ρούχα) αυτός που δεν έχει μανίκια. (II) η, ο [μανίκι] αυτός (π. χ. μαχαίρι) που δεν έχει λαβή …   Dictionary of Greek

  • μανίκα — η [μανίκι] μεγάλο και φαρδύ μανίκι …   Dictionary of Greek

  • μανικοκάπι — το 1. το μανίκι τής κάπας 2. φρ. «έχει την τράπουλα στο μανικοκάπι» λέγεται για μανιώδη χαρτοπαίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανίκι + κάπα] …   Dictionary of Greek

  • φαρδομάνικος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια 2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο 3. παροιμ. φρ. «καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες» δηλώνει ότι πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… …   Wikipedia

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • κοντομάνικος — η, ο (για ρούχα) αυτός που έχει κοντά μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μάνικος (< μανίκι), πρβλ. μακρυ μάνικος, μαυρο μάνικος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»