Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+μέλλον

  • 21 перспектива

    перспектив||а
    ж
    1. ἡ προοπτική:
    широкие \перспективаы ἡ εὐρεϊα προοπτική· в \перспективае στό μέλλον
    2. (видимая даль) ἡ θέα

    Русско-новогреческий словарь > перспектива

  • 22 прочить

    прочить
    несов (предназначать кого-л., что-л.) προορίζω:
    учитель прочил ученику́ большую будущность ὁ δάσκαλος πρόβλεπε πώς ὁ μαθητής θά ἔχει εὐ-ρύ μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > прочить

  • 23 уверенно

    уверенн||о
    нареч σίγουρα, μέ βεβαιότητα, μέ πεποίθηση:
    говорить \уверенно ὁμιλώ μέ πεποίθηση· \уверенно смотреть вперед εἶμαι βέβαιος (или σίγουρος) γιά τό μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > уверенно

  • 24 будущее

    [μπούντουστσιιε] ουσ: ο. μέλλον

    Русско-греческий новый словарь > будущее

  • 25 впредь

    [φπριέντ'] επίρ. στο μέλλον

    Русско-греческий новый словарь > впредь

  • 26 грядущее

    [γκριντούστσιιε] ουσ. ο. μέλλον

    Русско-греческий новый словарь > грядущее

  • 27 будущее

    [μπούντουστσιιε] ουσ: ο. μέλλον

    Русско-эллинский словарь > будущее

  • 28 впредь

    [φπριέντ'] επίρ στο μέλλον

    Русско-эллинский словарь > впредь

  • 29 грядущее

    [γκριντούστσιιε] ουσ ο μέλλον

    Русско-эллинский словарь > грядущее

  • 30 бесперспективность

    θ.
    έλλειψη προοπτικής (για το μέλλον).

    Большой русско-греческий словарь > бесперспективность

  • 31 бесперспективный

    επ. βρ: -вен, -вна, -вно
    χωρίς προοπτική (για το μέλλον).

    Большой русско-греческий словарь > бесперспективный

  • 32 ближайший

    υπερθ. βαθμός του επ. близкий.
    1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•

    -ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•

    -ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•

    в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•

    в -ие дни στις προσεχείς μέρες.

    || άμεσος•

    -ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.

    2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•

    ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.

    || προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•

    при -щем участии με άμεση συμμετοχή•

    при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.

    Большой русско-греческий словарь > ближайший

  • 33 близкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.
    1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•

    локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•

    близкое расстояние κοντινή απόσταση.

    2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•

    -ое будущее το προσεχές μέλλον•

    -ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.

    3. στενός, οικείος•

    близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.

    4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.
    εκφρ.
    - ие отношения – στενές σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > близкий

  • 34 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 35 вперед

    επίρ.
    1. (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος•

    шагать вперед βαδίζω προς τα μπρος•

    продвинуться вперед προχωρώ μπροστά• вперед, ребята! εμπρός, παιδιά!• вперед, к победе! εμπρός, προς (για) τη νίκη!•

    идти -προπορεύομαι.

    2. στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά•

    вперед будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι.

    3. πριν, προτού, πρώτα, προηγούμενα•

    вперед подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες.

    4. πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων•

    заплатить вперед προπληρώνω.

    5. (επιφ.) εμπρός!•

    взвод вперед ! διμοιρία, εμπρός!

    εκφρ.
    шаг вперед – ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος).

    Большой русско-греческий словарь > вперед

  • 36 впереди

    επίρ.
    1. μπροστά, έμπροσθεν•

    впереди показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώνας.

    2. στο μέλλον•

    у тебя целая жизнь -μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή.

    3. επικεφαλής•

    он шел впереди всех αυτός πήγαινε μπροστά απ’ όλους (προπορεύονταν).

    εκφρ.
    быть впереди – υπερέχω, ξεπερνώ, προπορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > впереди

  • 37 впредь

    επίρ.
    στο εξής, απ’ εδώ και μπρος (ή πέρα), στο μέλλον άλλη φορά•

    впредь будь осторожен στο εξής να είσαι προσεχτικός•

    впредь до ως που, ως (έως) ότου.

    Большой русско-греческий словарь > впредь

  • 38 грядущий

    1. παλ. μτχ. ενεστ. του ρ. грясти.
    2. επ. (υψ. ύφος) επερχόμενος, επικείμεμενος, προσεχής.
    3. ως ουσ. ουδ. -ее το μέλλον.
    εκφρ.
    на сон грядущий – πριν τον ύπνο, κατά την προ του ύπνου προσευχή.

    Большой русско-греческий словарь > грядущий

  • 39 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 40 дальнейший

    -ая, -ее, επ., επόμενος, ακόλουθος, κατοπινός, ο παραπέρα, ο παρακάτω•

    я отказываюсь от -их переговоров δε δέχομαι παραπέρα συνομιλίες•

    он не дал -их объяснений δεν ε’δοσε παραπέρα (περισσότερες) εξηγήσεις.

    εκφρ.
    в -ем – α) στο εξής, στο μέλλον, β) παρακάτω (στο βιβλίς, χειρόγραφο κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > дальнейший

См. также в других словарях:

  • μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… …   Dictionary of Greek

  • μέλλον — το οντος 1. ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν: Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. 2. η μεταγενέστερη εξέλιξη ενός πράγματος: Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. 3. φρ., «νέος με μέλλον», με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλλον — μέλλω to be destined pres part act masc voc sg μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc sg μέλλω to be destined imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλλω to be destined imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …   Dictionary of Greek

  • κάποτε — (Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες) (χρον. επίρρ.) 1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί») 2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»