Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+λαχείο

  • 1 лотерея

    лотерея ж η λοταρία· το λαχείο (тж. билет)* выиграть в \лотереяю κερδίζω το λαχείο
    * * *
    ж
    η λοταρία; το λαχείο (тк. билет)

    вы́играть в лотере́яю — κερδίζω το λαχείο

    Русско-греческий словарь > лотерея

  • 2 билет

    билет м 1) το εισιτήριο \билет туда и обратно το εισιτήριο μετ'επιστροφής 2): лотерейный \билет το λαχείο \билет в театр το εισιτήριο θεάτρου пригласительный \билет η πρόσκληση 3) (документ) το δελτίο, η ταυτότητα; студенческий \билет η φοιτητική ταυτότητα
    * * *
    м
    1) το εισιτήριο

    биле́т туда́ и обра́тно — το εισιτήριο μετ'επιστροφής

    2)

    лотере́йный биле́т — το λαχείο

    биле́т в теа́тр — το εισιτήριο θεάτρου

    пригласи́тельный биле́т — η πρόσκληση

    3) ( документ) το δελτίο, η ταυτότητα

    студе́нческий биле́т — η φοιτητική ταυτότητα

    Русско-греческий словарь > билет

  • 3 выиграть

    выиграть, выигрывать в рази. знач. κερδίζω· \выиграть состязание νικώ (или κερδίζω) τον αγώνα· \выиграть в лотерее κερδίζω το λαχείο
    * * *
    в разн. знач. = выигрыват

    вы́играть состяза́ние — νικώ ( или κερδίζω) τον αγώνα

    вы́играть в лотере́е — κερδίζω το λαχείο

    Русско-греческий словарь > выиграть

  • 4 выигрыш

    α.
    1. κέρδος• λαχείο• λοταρία, λότος, τυχερό παιγνίδι.
    2. όφελος, ωφέλημα, πλεονέκτημα•

    какой мне -? τι το όφελος μου;

    3. νίκη•

    добыться -а κερδίζω νίκη.

    εκφρ.
    быть в -е – α) είμαι κερδισμένος•
    ему достался большой выигрыш – του ‘πέσε μεγάλο λαχείο, β) ωφελούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выигрыш

  • 5 билет

    билет
    м
    1. τό είσιτήριο[ν], τό μπιλιέτο:
    проездной \билет είσιτήριο τοῦ τραίνου; лотерейный \билет τό λαχείο; входной \билет τό είσιτήριο; пригласительный \билет ἡ πρόσκληση, τό προσκλητήριο; театральный \билет τό είσιτήριο θεάτρου;
    2. (удостоверение) τό βιβλιάριο[ν], τό δελτίο[ν]:
    партийный (профсоюзный) \билет τό κομματικό (τό συνδικαλιστικό) βιβλιάριο; военный \билет τό βιβλιάριο στρατιώτη ἡ ἀξιωματικού; студенческий \билет ἡ φοιτητική ταυτότητα, τό φοιτητικό βιβλιάριο.

    Русско-новогреческий словарь > билет

  • 6 лотерейный

    лотер||ейный
    прил τοῦ λαχείου, τῆς λοταρίας; \лотерейный билέт τό λαχείο.

    Русско-новогреческий словарь > лотерейный

  • 7 лотерея

    лотер||ея
    ж τό λαχεῖο[ν], ἡ λοταρία.

    Русско-новогреческий словарь > лотерея

  • 8 размещать

    размещ||ать
    несов
    1. τοποθετώ, ἐγκαθιστώ/ διανέμω (распределять):
    \размещать по квартирам воен. τακτοποιώ σέ σπίτια, στρατωνίζω·
    2. (капитал и т. п.) τοποθετώ:
    \размещать заем (лотерею) τοποθετώ τό δάνειο (τό λαχείο).

    Русско-новогреческий словарь > размещать

  • 9 лотерея

    [λατιριέγια] ουσ. θ. λαχείο

    Русско-греческий новый словарь > лотерея

  • 10 лотерея

    [λατιριέγια] ουσ θ λαχείο

    Русско-эллинский словарь > лотерея

  • 11 выиграть

    ρ.σ.
    1. κερδίζω•

    выиграть в лотарее мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο•

    выиграть в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια•

    выиграть пари κερδίζω το στοίχημα.

    2. ωφελούμαι•

    население -ло от снижения цен οπλή-θυσμός (λαός) ωφελήθηκε από τις εκπτώσεις.

    3. νικώ•

    выиграть процесс κερδίζω το ‘δικαστήριο•

    -сражение κερδίζω τη μάχη•

    выиграть время κερδίζω χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > выиграть

  • 12 выигрышный

    επ.
    1. λαχειοφόρος•

    выигрышный заем λαχειοφόρο δάνειο•

    выигрышный билет το λαχείο (ενάριθμο δελτίο).

    2. κερδισμένος•

    -ые деньги κερδισμένα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > выигрышный

  • 13 катерна

    θ.
    τετράδα αριθμών συνκληρουμένων στο λαχείο.

    Большой русско-греческий словарь > катерна

  • 14 лотерейный

    επ.
    της λοταρίας, του λότου•

    -билет το λαχείο.

    Большой русско-греческий словарь > лотерейный

  • 15 лотерея

    θ.
    λοταρία, λαχείο, λότος.

    Большой русско-греческий словарь > лотерея

  • 16 облигация

    θ.
    ομολογία, χρεόγραφο•

    вы-играшная облигация το λαχείο.

    Большой русско-греческий словарь > облигация

  • 17 разыграть

    ρ.σ.μ.
    1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).
    2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•

    разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•

    хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•

    разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•

    разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.

    3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...
    4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.
    5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.
    1. παίζω•

    дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.

    || προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.
    2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.
    3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•

    -лся скандал ξέσπασε καβγάς•

    разыграть бой έγινε μάχη•

    буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.

    Большой русско-греческий словарь > разыграть

  • 18 сертификат

    α.
    1. εσωτερικό κρατικό δάνειο. || λαχείο δανείου.
    2. βεβαίωση εμπορεύ-τος.
    3. πιστοποιητικό.

    Большой русско-греческий словарь > сертификат

См. также в других словарях:

  • λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… …   Dictionary of Greek

  • λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι, το δελτίο με το οποίο μπορεί να συμμετέχει κανείς σε μια κλήρωση: Αν κέρδιζα το λαχείο, θ’ αγόραζα ένα εξοχικό. 2. κάθε υπόθεση που η καλή ή κακή έκβασή της εξαρτιέται από την τύχη: Ο γάμος της ήταν λαχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λότος — ο τυχερό παιχνίδι, λαχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lotto «λαχείο, κλήρωση»] …   Dictionary of Greek

  • RIK 1 — Création 1er octobre 1957 Langue Grec Pays …   Wikipédia en Français

  • κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • λαχειοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που γίνεται με λαχείο, με λαχνό, αυτός που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών («λαχειοφόρος αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαχεῖον + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • ομπρελοπώλης — και ομβρελλοπώλης, ο πωλητής ομπρελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομπρέλα + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχειο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»