-
1 κρανίο
skullΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρανίο
-
2 λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματο σιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλλιοκιγκλοπελειολαγῳο σιραιοβαφητραγανοπτερύγων
λοπᾰδο-τεμᾰχο-σελᾰχο-γᾰλεο-κρᾱνιο-λειψᾰνο-δρῑμ-ῠποτριμ-μᾰτο -σιλφῐο-κᾱρᾰβο-μελῐτο-κᾰτᾰκεχῠμενο-κιχλ-επῐκοσσῠφο-φαττο-περιστερ-ᾰλεκτρῠον-οπτο-κεφαλλιο-κιγκλο-πελειο-λᾰγῳο -σῐραιο-βᾰφη-τρᾰγᾰνο-πτερύγων, Com. word in Ar.Ec. 1169 (as emended by Meineke), name of a dish compounded of all kinds of dainties, fish, flesh, fowl, and sauces.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματο σιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλλιοκιγκλοπελειολαγῳο σιραιοβαφητραγανοπτερύγων
-
3 κρᾱνίον
κρᾱνίονGrammatical information: n.Meaning: `skull, brain-pan', also of the head in gen. (Θ 84 [Atticism?, Wackernagel Unt. 225, Chantraine Gramm. hom. 1, 18, Shipp Studies 21], Pi. I. 4, 54, Att.).Compounds: As 1. member in κρανιό-λειος `bald-headed' ( Com. Adesp. 1050); not seldom as 2. member, esp. in medic. expressions, e.g. ὀπισθο-κράνιον `occiput', ἐγ-κράνιον `cerebellum' (after ἐγ-κέφαλος), but also otherwise, e.g. βου-κράνιον `oxhead' (EM), also as plant-name (Ps.-Dsc., Gal., Strömberg Pflanzennamen 47). Adjectival hypostasis περι-κράνιος `running around the skull' (Plu., medic.).Derivatives: Beside it, older and more usual, -κρᾱνον, e.g ἐπί-κρανον `capital, head-band' (Pi., E., inscr.), ποτί-κρανον `cushion' (Sophr., Theoc.), ὀλέ-κρανον `head of the elbow' (Hp., Ar., Arist.), κιο(νό)-κρανον (s. κίων). Adj., e. g. βού-, ἐλαφό-, δί-, τρί-, χαλκεό-, ὀρθό-κρανος. Rarely as 1. member: κρανο-κοπέω `cut off the head' (pap.); on κρανο-κολάπτης s. κράνον. -- Denomin. verbs: κρανίξαι ἐπὶ κεφαλην ἀπορρῖψαι, κρηνιῶν καρηβαρῶν H.; hypostasis ἀποκρανίξαι `tear from the head' (AP), `cut off the head' (Eust.). The secondary formation κρᾱνίον goes back on a nominal basis. We can better start directly from the oblique stem κρᾱν-.Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂- `head, horn'Page in Frisk: 2,6-7Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρᾱνίον
См. также в других словарях:
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
κρανίο — το 1. το ανώτατο και οπίσθιο κοίλο μέρος του σκελετού της κεφαλής όπου βρίσκεται ο εγκέφαλος. 2. σκελετός της κεφαλής, νεκροκεφαλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Πετράλωνα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). Π. σπήλαια. Ομάδα σπηλαίων, που βρίσκονται στην περιοχή του χωριού Π. Από αυτά έχουν… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
Trait d'union conditionnel — Le trait d’union conditionnel ou trait d’union virtuel est, en informatique et en typographie, un caractère sans chasse (U+00AD liant sans chasse, HTML : #173; shy;) indiquant où une coupure de mot est permise, et celle ci est rendue visible … Wikipédia en Français
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
κρανιακός — ή, ό (Μ κρανιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. ακός (πρβλ. βραγχι ακός, ηλι ακός)] … Dictionary of Greek
σινάνθρωπος — Όνομα που έχει δοθεί σε ανθρώπινους τύπους που αποκαταστάθηκαν από απολιθώματα τα οποία ανευρέθηκαν στην Κίνα από το 1921 και χρονολογούνται από το κατώτερο πλειστόκαινο. Οι Ζντάσκυ και Άντερσον βρήκαν σ’ ένα σπήλαιο, πλούσιο σε ζωικά απολιθώματα … Dictionary of Greek