Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+κουδούνι

  • 21 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 22 звонить

    ρ.δ.
    1. χτυπώ, βαρώ, σημαίνω.
    2. διαδίδω, φημολογώ, κουτσομίτολεύω.
    3. τηλεφωνώ, Ηαλώ•

    стго τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο.

    εκφρ.
    звонить во все колокола – κοινολογώ, διαλαλώ, διακυρήσσω σόλους τους τόνους.
    κουδουνίζω, χτυπώ το κουδούνι της πόρτας.

    Большой русско-греческий словарь > звонить

  • 23 звучащий

    επ. από μτχ.
    ηχητικός•

    звучащий буй σημαντήρας (σημαδούρα) με κουδούνι.

    Большой русско-греческий словарь > звучащий

  • 24 телефонный

    επ.
    τηλεφωνικός•

    телефонный аппарат το τηλέφωνο•

    -ая трубка το ακουστικό τηλεφώνου•

    -ые провода τηλεφωνικά καλώδια•

    телефонный звонок το κουδούνι του τηλεφώνου.

    εκφρ.
    - ая книга (книжка) – τηλεφωνικός κατάλογος.

    Большой русско-греческий словарь > телефонный

  • 25 только

    1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•

    у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•

    он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.

    2. σύνδ. όμως, αλλά•

    я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.

    || μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•

    только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.

    3. μόριο• λίγο, λιγάκι•

    подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•

    попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•

    каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•

    где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•

    от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;

    εκφρ.
    только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•
    только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•
    только что – τώραμόλις, τώρα δα•
    только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που.

    Большой русско-греческий словарь > только

См. также в других словарях:

  • κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνι — το 1. κουδούνι. 2. κακολογία, συκοφαντία. 3. φρ., «Έγινε το κεφάλι μου κουδούνι», ζαλίστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουδούνι (ηλεκτρικό) — Ηχητικός μηχανισμός. Αποτελείται βασικά από έναν μεταλλικό κώδωνα, που τίθεται σε παλμική κίνηση από τις κρούσεις ενός πλήκτρου, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη. Το κ. χρησιμοποιείται ως συσκευή σηματοδότησης. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κουδούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κουδούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου …   Dictionary of Greek

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • Stavros Konstantinou — Infobox musical artist Name = Stavros Konstantinou Img capt = Img size = 204 Landscape = Background = group or band Alias = Born = birth date and age|1984|8|26 Origin = Nicosia,Cyprus Genre = Pop music Years active = 2004 mdash; Label =… …   Wikipedia

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • κουδουνίζω — και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι] 1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν») 2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω») 3. διαδίδω μυστικό 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνα — η μεγάλο κουδούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδούνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κασόν α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»