-
21 γης
η см. γη;§ η γης κουβάρι δε γίνεται — погов, из песка кнута не сплетёшь;
η γης καταποντίζεται και η Μα ρω καθρεφτίζεται — погов, ему всё трын-трава; — ему хоть бы что; — ему всё до лампочки (разг)
-
22 σωρός
ο1) куча; груда; ворох;σωρός άμμου — куча песку;
2) масса, множество, куча;ένα σωρό κουβέντες — масса разговоров;
ξόδεψα ένα σωρό λεφτά — я потратил кучу денег;
έχω ένα σωρό φίλους — у меня масса друзей;
§ 2να σωρό — сколько хочешь, хоть пруд пруди;
σωρό κουβάρι — куча мала
-
23 Αέρας κοπανιστός
– Αέρας κοπανιστός– Κάνω τ' αβγά δεμάτια– Κάνω τον άνεμο κουβάρι• Толочь воду в ступе• Переливать из пустого в порожнее• Сотрясать воздухИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αέρας κοπανιστός
-
24 Κάνω τ' αβγά δεμάτια
– Αέρας κοπανιστός– Κάνω τ' αβγά δεμάτια– Κάνω τον άνεμο κουβάρι• Толочь воду в ступе• Переливать из пустого в порожнее• Сотрясать воздухИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάνω τ' αβγά δεμάτια
-
25 Κοπανάω νερό και αέρα στο γουδί
– Αέρας κοπανιστός– Κάνω τ' αβγά δεμάτια– Κάνω τον άνεμο κουβάρι• Толочь воду в ступе• Переливать из пустого в порожнее• Сотрясать воздухИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κοπανάω νερό και αέρα στο γουδί
-
26 wind
I 1. [wind] noun1) ((an) outdoor current of air: The wind is strong today; There wasn't much wind yesterday; Cold winds blow across the desert.) αέρας, άνεμος2) (breath: Climbing these stairs takes all the wind out of me.) αναπνοή, ανάσα3) (air or gas in the stomach or intestines: His stomach pains were due to wind.) αέρια2. verb(to cause to be out of breath: The heavy blow winded him.) κόβω την ανάσα3. adjective((of a musical instrument) operated or played using air pressure, especially a person's breath.) πνευστός- windy- windiness
- windfall
- windmill
- windpipe
- windsurf
- windsurfer
- windsurfing
- windscreen
- windsock
- windsurf
- windsurfer
- windsurfing
- windswept
- get the wind up
- get wind of
- get one's second wind
- in the wind
- like the wind II past tense, past participle - wound; verb1) (to wrap round in coils: He wound the rope around his waist and began to climb.) τυλίγω2) (to make into a ball or coil: to wind wool.) τυλίγω, κάνω κουβάρι3) ((of a road etc) to twist and turn: The road winds up the mountain.) ελίσσομαι, κάνω κορδέλες4) (to tighten the spring of (a clock, watch etc) by turning a knob, handle etc: I forgot to wind my watch.) κουρδίζω•- winder- winding
- wind up
- be/get wound up -
27 комок
[καμόκ] ουσ. α. κουβάρι -
28 моток
[ματόκ] ουσ. α. κουβάρι -
29 комок
[καμόκ] ουσ α κουβάρι -
30 моток
[ματόκ] ουσ α κουβάρι -
31 ёж
ежа α.1. σκαντζόχοιρος, ακανθόχοιρος, εχίνος ο χερσαίος•ёж свернулся в клубок ο σκαντζόχοιρος μαζεύτηκε κουβάρι.
|| κακός, δηκτικός, κακοήθης.2. αντιαοματικοι σιδερένιοι, πάσσαλοι μπηγμένοι στη γη.3. επίρ. ежом σαν τον σκαντζόχοιρο.εκφρ.морской ёж – αχινός. -
32 извязать
-яжу, -яжешьρ.σ.μ. ξοδεύω, καταναλώνω για δέσιμο•извязать клубок шерсти ξοδεύω ένα κουβάρι μάλλινη κλωστή.
-
33 моток
-ткэ α. κουβάρι, μίτος. -
34 намотать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-мбтанный, βρ: -тан, -а, -оβλ. мотать.εκφρ.намотать (себе) на ус – δένω κλωστή στο δάχτυλο (για νά θυμηθώ κάτι).αναπηνιζομαι, μαζεύομαι κουβάρι. -
35 нитка
-и θ.κλωστή, νήμα•хлопчатобумажная нитка βαμβακερή κλωστή•
шлковая нитка μεταξωτή κλωστή•
вдевать -у в иголку βελονιάζω την κλωστή•
маток (клубок) -ок κουβάρι νήματος•
нитка порвалась η κλωστή κόπηκε.
|| μτφ. γραμμή.εκφρ.винтовая нитка – οι ράβδωσεις του κοχλία•до (последней) -и – εντελώς, τελείως, πλήρως, λεπτομερώς, καταλεπτώς•ни одной сухой -и не осталось; до -и промок – έγινα εντελώς μούσκεμα•белыми -эми шито – άτεχνα (αδέξια) κρυμμένος•обобрать кого до последней -и – κατακλέβω κάποιον, απογυμνώνω. -
36 размотать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размотанный, βρ: -тан, -а, -о.1. ξετυλίγω•размотать клубок ξετυλίγω το κουβάρι.
2. μτφ. ξεμπλέκω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω.ξετυλίγομαι.ρ.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ. -
37 талька
-и θ. παλ. κουβάρι νήματος. -
38 холод
-а (холоду), προθτ. на холоде κ.на холоду, πλθ. холода а.1. κρύο, ψύχος•он пожался от -а αυτός μαζεύτηκε (κουβάρι) από το κρύο•
дрожать от -а τρέμω από το κρύο•
наступили -а ήρθαν τα κρύα•
холод крепчал το κρύο δυνάμωνε•
в -а пострадали цветы από το• κρύο βλάφτηκαν τα λουλούδια,• холод ужаса κρύο φρίκης (από τη φρίκη)•
у меня холод пробежал по всему телу κρύο (ρίγος) μου πέρασε σόλο το σώμα.
2. μτφ. αδιαφορία• απάθεια•отнёсся он к нему с -ом αυτός του φέρθηκε ψυχρά.
εκφρ.терпеть (испытывать – κ.τ.τ.) холод и голод είμαι σε έσχατη ένδεια, λιμοκτονώ, με δέρνει το κρύο και η φτώχεια, δεν έχω ούτε φώλι ούτε προσφώλι. -
39 κουβαρίς
κουβαρίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `wood-louse' (Dsc. 2, 35 tit.).Derivatives: Diminut. of κόβαρος ὄνος (`id.'; cod. ἄνθρωπος, i. e. ἄνο̄ς) H. Another diminutiveformation is NGr. κουβάρι ` clew' (Kukules Λεξ. ῎Αρχ. 5, 34) with the denomin. κουβαρίζω (v. l. - ιάζω) = μηρύομαι, i. e. ` wind (together)' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the `wood-louse'. The word is unexplained.Page in Frisk: 1,934Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κουβαρίς
-
40 kangal
σπείρα, κουβάρι, κουλούρα
См. также в других словарях:
κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά … Dictionary of Greek
κουβάρι — το νήμα τυλιγμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκλαμίδα — η μικρή ποσότητα νήματος τυλιγμένη σφαιρικά, που χρησιμεύει ως βάση για το τύλιγμα άλλου νήματος, ώστε να σχηματισθεί κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. globus ή glomus (= σφαιροειδές σώμα, κουβάρι) από το glomus σχηματίστηκε στα Ελληνικά το… … Dictionary of Greek
κουβαρίς — κουβαρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε… … Dictionary of Greek
κουβαριά — η [κουβάρι] μεγάλο κουβάρι … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] … Dictionary of Greek
κουβαράκι — το υποκορ. του κουβάρι μικρό κουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
кубарь — м. волчок (детск. игр.) , кубец – то же, кубарем; скорее всего от куб, кубовина; см. Бернекер 1, 636; Преобр. I, 403; Соболевский, РФВ 70, 90; против, без веских оснований, выступил Коген (ИОРЯС 19, 2, 296). Неверно производить это слово из нов.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγαθίς — ἀγαθίς ( ίδος), η (AM) νήμα σφαιρικά τυλιγμένο, κουβάρι μσν. η σησαμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με το ἀγαθὸς] … Dictionary of Greek
ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] … Dictionary of Greek