Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+καλοκαίρι

  • 41 summer

    (the warmest season of the year: I went to Italy last summer; ( also adjective) summer holidays.) καλοκάιρι, καλοκαιρινός
    - summer camp
    - summerhouse
    - summertime

    English-Greek dictionary > summer

  • 42 summertime

    noun (the season of summer.) καλοκαίρι

    English-Greek dictionary > summertime

  • 43 лето

    [λιέτα] ουσ. ο. καλοκαίρι

    Русско-греческий новый словарь > лето

  • 44 лето

    [λιέτα] ουσ ο καλοκαίρι

    Русско-эллинский словарь > лето

  • 45 додержать

    держу, -держишь ρ.σ.μ.
    1. (για χρον. όριο) κρατώ ως•

    -у чижика до лта и выпущу θα κρατήσω το καναρινάκι ως το καλοκαίρι και μετά θα τ' αφήσω ελεύθερο.

    2. κρατώ ως το τέλος, όσο χρειάζεται•

    додержать экзамены δίνω με επιτυχία τις τελευταίες εξετάσεις.

    κρατώ ώσπου•

    гарнизон -лся до прихода подкрепления η φρουρά κράτησε ώσπου έφτασε ενίσχυση.

    Большой русско-греческий словарь > додержать

  • 46 дожить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. дожил, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дожитый, βρ: -жит, -а, -ο ρ.σ.
    1. ζω ως•

    -до возвращения сына ζω ως το γυρισμό του γιου•

    он не -вт до весны αυτός δε θα ζήσει ως την άνοιξη.

    || φτάνω, καταντώ, περιέρχομαι σε κατάσταση•

    до чего он -йл! που έφτασε! πως κατάντησε να ζει!

    2. περνώ, διαβιώ•

    он -ил лето на даче πέρασε αυτός στην έπαυλη όλο το καλοκαίρι.

    3. ξοδεύω για να ζήσω•

    дожить последние деньги ξοδεύω για να ζήσω και τα τελευταία χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > дожить

  • 47 зима

    -ы, αιτ. зиму, πλθ. зимы θ.
    χειμώνας•

    суровая зима βαρύς χειμώνας, βαρυχειμωνιά•

    снежная зима χιονώδης χειμώνας.

    εκφρ.
    - у и лето – χειμώνα зима καλοκαίρι•
    всю -у – όλο το χειμώνα•
    прошлой, будушей -ой – τον περασμένο, τον ερχόμενο χειμώνα.

    Большой русско-греческий словарь > зима

  • 48 лето

    ουδ.
    καλοκαίρι, θέρος.
    εκφρ.
    сколько лет, сколько зим (не видались) – χρόνιο: και ζαμάνια (έχουμε να ιδωθούμε).

    Большой русско-греческий словарь > лето

  • 49 летом

    επίρ.
    το καλοκαίρι, το θέρος.

    Большой русско-греческий словарь > летом

  • 50 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 51 нежаркий

    επ.
    όχι πολύ ζεστός, (θερμός), ζεστούτσικος, λίγο ζεστός•

    -ое солнце όχι καυτός ήλιος.

    || δροσερός, δροσάτος•

    -ое лето δροσερό καλοκαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > нежаркий

  • 52 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 53 подрасти

    ρ.σ. αναπτύσσομαι, μεγαλώνω λίγο•

    деревья за лето -сли τα δέντρα για ένα καλοκαίρι μεγάλωσαν λίγο•

    подрастт подрасти узнает θα μεγαλώσει подрасти θα μάθει.

    Большой русско-греческий словарь > подрасти

  • 54 подрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. ξεσχίζω•

    подрать всю бумагу ξεσχίζω όλα τα χαρτιά.

    2. φθείρω,καταστρέφω, χαλνώ•

    подрать за лето всю обувь χαλνώ για ένα καλοκαίρι όλα τα παπούτσια.

    3. τραβώ τιμωρώ•

    подрать за вихор τραβώ από την τούφα μαλλιών•

    подрать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    подрать розгами βιτσίζω.

    4. το σκάζω, φεύγω τρεχάλα.
    5. μτφ. κατασπαράζω (για ζώα).
    βλ. драть(ся).

    Большой русско-греческий словарь > подрать

  • 55 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 56 прожить

    ρ.σ., παρλθ. χρ. прожил
    -ла, -ло κ. прожил
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гфожи-тый, βρ: -жит, -а, -о κ. прожитый, рр:прожитьжит
    -а, -о
    ρ.σ.
    1. ζω•

    отец его -ил сто лет ο πατέρας του έζησε εκατό χρόνια.

    2. διαμένω•

    он летом -ил в деревне αυτός το καλοκαίρι το πέρασε στο χωριό.

    3. ξοδεύω, δαπανώ, τρώγω•

    он -ил все деньги αυτός τά φάγε όλα τα λεφτά.

    ξοδεύω, τρώγω τα χρήματα, μένω άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > прожить

  • 57 простеречь

    ρ.σ.μ.
    1. περιφρουρώ, φυλάγω, φρουρώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    всё лето я -г стадо όλο το καλοκαίρι εγώ φύλαξα το κοπάδι.

    2. παραμελώ, αμελώ τη φύλαξη•

    простеречь воров από δικιά μου παραμέληση μπήκαν οι κλέφτες.

    Большой русско-греческий словарь > простеречь

  • 58 просторожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. простороженный, βρ: -жен, -жена, -жено; ρ.σ.
    1. φυλάγω (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ил всё лето сад φύλαξα το δεντρόκηπο όλο το καλοκαίρι.

    2. παραμελώ τη φύλαξη•

    он -ил вора από παραμέληση δική του μπήκε ο κλέφτης.

    Большой русско-греческий словарь > просторожить

  • 59 прохладный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. δροσερός, λίγο κρύος, ψυχρός•

    прохладный вечер δροσερό βραδάκι•

    -ое лето δροσερό καλοκαίρι.

    2. μτφ. ψυχρός, αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > прохладный

  • 60 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

См. также в других словарях:

  • καλοκαίρι — Mία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Στο βόρειο ημισφαίριο το κ. αρχίζει με το θερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Ιουνίου) και τελειώνει με τη φθινοπωρινή ισημερία (23 Σεπτεμβρίου)· στο νότιο ημισφαίριο αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαίρι — το θερινή εποχή: Το καλοκαίρι ο καιρός είναι ζεστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοκαιρεύω — [καλοκαίρι] 1. περνώ κάπου το καλοκαίρι, ξεκαλοκαιριάζω, παραθερίζω 2. απρόσ. καλοκαιρεύει βελτιώνεται ο καιρός, καλοκαιριάζει, αρχίζει το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • καλοκαιριάζω — [καλοκαίρι] 1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι 2. απρόσ. καλοκαιριάζει αρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»