-
1 осколок
-лка α. θραύσμα, κομμάτι, τεμάχιο•осколок зеркала θραύσμα καθρέφτη•
осколок снаряда θραύσμα βλήματος•
осколок льда κομμάτι πάγου.
|| μτφ. υπολείμματα αρχαίων ερειπίων. -
2 осколок
-
3 осколок
оско́л||окм τό θραύσμα, τό σύντριμμα:\осколок стекла τά θρύμματα, τά κομμάτια τοῦ γυαλιοῦ· \осколокки снаряда τά θραύσματα βλήματος· он был ранен \осколокком снаряда τραυματίσθηκε ἀπό θραύσμα Οβίδας. -
4 осколочный
επ.του θραύσματος, από θραύσμα•-ое ранение τραυματισμός από θραύσμα•
-снаряд εκρηκτική οβίδα•
-ая бомба εκρηκτική (θραυστική) βόμβα.
-
5 осколок
το θραύσμα, το θρύψαλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осколок
-
6 осколок
[ασκόλακ] ουσ. α. θραύσμα, σύντριμμα -
7 осколок
[ασκόλακ] ουσ α θραύσμα, σύντριμμα -
8 затронуть
ρ.σ.μ.1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.
2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•
он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•
они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•
затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•
у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•
вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.
-
9 извлечь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. извлк-екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. извлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извлеченный, βρ: -чен, -чена, -оρ.σ.μ.βγάζω•извлечь осколок из раны βγάζω το θραύσμα από την πληγή•
извлечь сок из растений βγάζω χυμό από τα φυτά•
извлечь народа из невежества βγάζω το λαό από την αμάθεια•
извлечь урок из событий βγάζω δίδαγμα από τα γεγονότα•
извлечь пользу έχω όφελος•
извлечь выгоду1 βγάζω κέρδος.
εκφρ.извлечь квадратный корень – βγάζω τετραγωνική ρίζα.βγαίνω, εξάγομαι•пуля легко -клась из раны η σφαίρα εύκολα βγήκε από την πληγή.
-
10 обломок
-мка α. θραύσμα, συντρίμι. || μτφ. υπόλειμμα, απομεινάρι παρελθόντος. -
11 раздробление
-я ουδ.1. θραύση, σπάσιμο• θρυμμάτισμα•раздробление костей осколком σπάσιμο των κοκκάλων από θραύσμα βλήματος.
2. κατάτμηση, κατατεμαχισμός• διαμελισμός• χωρισμός (σε ομάδες κ.τ.τ.). -
12 сколок
-лка α.1. θραύσμα, κομμάτι.2. διακόσμηση πυροτεχνική.3. το πανομοιότυπο. -
13 скользнуть
ρ.σ.1. βλ. скользить.(για σφαίρα, θραύσμα βλήματος κ.τ.τ.)• τραυματίζω ελαφρά, ξυστά.2. γλιστρώ, τρυπώνω, περνώ γρήγορα• κρύβομαι επιτήδεια. -
14 черепок
-пка α. θραύσμα πήλινου αντικειμένου.
См. также в других словарях:
θραῦσμα — scab neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμα — το (ΑΜ θραῡσμα) [θραύω] κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας») αρχ. 1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα* 2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος τού αμμωνιακού κόμμεως 3. κάταγμα … Dictionary of Greek
θραύσμα — το, ατος κομμάτι από κάτι σπασμένο: Τραυματίσθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θραυσμάτων — θραῦσμα scab neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμασι — θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμασιν — θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματα — θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματι — θραῦσμα scab neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματος — θραῦσμα scab neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
θραύματ' — θραύματα , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc pl θραύματι , θραῦμα fragment neut dat sg θραύματε , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc dual θραύ̱ματα , θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl θραύ̱ματι , θραῦσμα scab neut dat sg θραύ̱ματε , θραῦσμα scab neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)