Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+επάγγελμα+2)

  • 21 мастерство

    [μαστιρστβό] ουσ. ο. επάγγελμα,τέχνη

    Русско-греческий новый словарь > мастерство

  • 22 промысел

    [πρόμυσιλ] ουσ. α. επάγγελμα, βιοτεχνία

    Русско-греческий новый словарь > промысел

  • 23 профессия

    [πραφιέσσιγια] ουσ. Θ. επάγγελμα

    Русско-греческий новый словарь > профессия

  • 24 мастерство

    [μαστιρστβό] ουσ ο επάγγελμα,τέχνη

    Русско-эллинский словарь > мастерство

  • 25 промысел

    [πρόμυσιλ] ουσ α επάγγελμα, βιοτεχνία

    Русско-эллинский словарь > промысел

  • 26 профессия

    [πραφιέσσιγια] ουσ θ επάγγελμα

    Русско-эллинский словарь > профессия

  • 27 адвокатство

    α.
    δικηγορία (επάγγελμα).

    Большой русско-греческий словарь > адвокатство

  • 28 актерство

    ουδ.
    η ηθοποιία, το επάγγελμα του ηθοποιού. || υποκρισία.

    Большой русско-греческий словарь > актерство

  • 29 барышничество

    ουδ.
    το επάγγελμα του μεταπράτη, του μεταπωλητή.

    Большой русско-греческий словарь > барышничество

  • 30 бурлачество

    ουδ.
    το επάγγελμα του ρυμουλκού, του μπουρλάκου.

    Большой русско-греческий словарь > бурлачество

  • 31 бурлачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.
    είμαι μπουρλάκος, ρυμουλκός, εξασκώ το επάγγελμα του ρυμουλκού.

    Большой русско-греческий словарь > бурлачить

  • 32 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 33 выбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•

    выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•

    выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•

    выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.

    2. εκλέγω με ψηφοφορία•

    выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.

    3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•

    выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.

    || εξαντλώ, καταναλώνω•

    выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.

    4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•

    не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.

    5. λαβαίνω, παίρνω•

    выбрать патент παίρνω πατέντα,

    απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•

    выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.

    || απαλλάσσομαι•

    выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.

    2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.
    3. βλ. выбрать (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбрать

  • 34 гончарство

    ουδ.
    το επάγγελμα του αγγειοπλάστη ή η αγγειοπλαστική τέχνη.

    Большой русско-греческий словарь > гончарство

  • 35 заплечный

    επ.
    πίσω του ώμου•

    заплечный мешок σάκ-κος, σακκίδιο, -ούλίι.

    εκφρ.
    - ое дело – (παλ.) το επάγγελμα του δήμιου•
    заплечный мастер – (παλ.) δήικος, μακελάρης.

    Большой русско-греческий словарь > заплечный

  • 36 знахарство

    ουδ.
    το επάγγελμα του κομπογιανίτη.

    Большой русско-греческий словарь > знахарство

  • 37 извозный

    επ.
    του αγωγιάτη•

    извозный промысел το επάγγελμα του αγωγιάτη.

    Большой русско-греческий словарь > извозный

  • 38 инженерство

    ουδ.
    1. το επάγγελμα του μηχανικού.
    2. αθρσ.. οι μηχανικοί.

    Большой русско-греческий словарь > инженерство

  • 39 инспекторство

    ουδ. η υπηρεσία ή το επάγγελμα του επιθεωρητή.

    Большой русско-греческий словарь > инспекторство

  • 40 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

См. также в других словарях:

  • ἐπάγγελμα — promise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — το, ατος 1. η συνηθισμένη απασχόληση κάποιου για βιοπορισμό, εργασία βιοποριστική, επιτήδευμα. 2. φρ., «ελευθέρια επαγγέλματα», εκείνα που ασκούνται όχι από υπαλλήλους με ορισμένο μισθό (όπως είναι του γιατρού, του δικηγόρου, του λογοτέχνη κ.ά.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγγελμάτων — ἐπάγγελμα promise neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγέλμασι — ἐπάγγελμα promise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγέλμασιν — ἐπάγγελμα promise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγέλματα — ἐπάγγελμα promise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγέλματι — ἐπάγγελμα promise neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγέλματος — ἐπάγγελμα promise neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»