Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+αριθμητικό

  • 21 полтораста

    полутораста (αριθμητικό) εκατόν πενήντα.

    Большой русско-греческий словарь > полтораста

  • 22 порядковый

    επ.
    τακτικός, της σειράς•

    порядковый номер αύξοντας αριθμός•

    - ое числительное (γραμμ.) τακτικό αριθμητικό.

    Большой русско-греческий словарь > порядковый

  • 23 раз

    -а, πλθ. разы, раз α.
    1. φορά•

    один -μια φορά•

    два -а δυό φορές•

    пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•

    много раз πολλές φορές•

    всякий раз κάθε φορά•

    не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•

    иной (другой) раз άλλη φορά•

    раз навсегда μια για πάντα•

    ни -у ούτε μια φορά•

    в последний раз (για) τελευταία φορά•

    в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•

    раз за -ом αλλεπάλληλα•

    раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•

    ещё раз ακόμα μια φορά•

    раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.

    2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•

    раз, два, три... ένα, δύο, τρία...

    εκφρ.
    раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•
    в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•
    ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.
    ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.
    επίρ.
    μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•

    раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•

    раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.

    σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•

    раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.

    εκφρ.
    раз что...παλ. βλ. раз.

    Большой русско-греческий словарь > раз

  • 24 сам...

    (παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > сам...

  • 25 слишком

    επίρ. πάρα πολύ, λίαν. || (με αριθμητικό)• (παρα)πάνω•

    он болел слишком три мсяча αυτός ήταν άρρωστος πάνω από τρεις μήνες.

    εκφρ.
    это (уж) слишком – αυτό πια είναι πάρα πολύ• τα παράκανε, το παραξήλωσε, ξεπερνάτα όρια.

    Большой русско-греческий словарь > слишком

  • 26 сорок

    -а (αριθμητικό)• ο αριθμός 40. || σαράντα (ποσό)•

    сорок лет σαράντα χρόνια•

    сорок рублей σαράντα ρούβλια.

    εκφρ.
    сорок сороковπαλ. πάρα πολλοί, πολύ μεγάλος αριθμός.

    Большой русско-греческий словарь > сорок

  • 27 третий

    -ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).
    1. τρίτος•

    третий год τρίτος χρόνος•

    третий урок τρίτο μάθημα.

    2. άσχετος με ένα ζήτημα•

    решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.

    || κατώτερος•

    чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.

    ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.
    3. (παρνθ. λ.) τρίτον.
    4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•

    две -ьих τα δύο τρίτα.

    εκφρ.
    - ье отделениеπαλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•
    - ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•
    - ья скорость – τρίτη ταχύτητα•
    - ьего дня – προχτές•
    - ьей руки – μέτριος•
    в -ьем году – προπέρυσι•
    в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•
    из -ьих рук ή уст (узнать, услышатьκ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•
    с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•
    до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),

    Большой русско-греческий словарь > третий

  • 28 три

    трёх, трём, тремя, о трёх (αριθμητικό απόλυτο)• τρία (3)•

    трижды три = девять τρία επι τρία = εννιά•

    написать цифру три γράφω τον αριθμό τρία.

    || (ποσοτικό)•

    три сестры τρεις αδερφές•

    три шага τρία βήματα•

    дом в три этажа σπίτι τριώροφο.

    || ο σχολικός βαθμός τρία, το τριάρι.

    Большой русско-греческий словарь > три

  • 29 тринадцатый

    επ. (αριθμητικό τακτικό)• δέκατος τρίτος•

    -ое число οι δεκατρείς του μήνα (ημερομηνία)•

    две -ых τα δύο δέκατα τρίτα•

    глава -ая κεφάλαιο δέκατο τρίτο•

    -ое апреля δεκατρείς του Απρίλη (ημερομηνία).

    Большой русско-греческий словарь > тринадцатый

  • 30 триста

    трёхсот, трёхстам, тремястами, о трёхстах (αριθμητικό ποσοτικό) ο αριθμός 300. || (ποσότητα) τριακόσια•

    триста рублей τριακόσια ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > триста

  • 31 цифровой

    επ.
    αριθμητικός•

    -ое выражение η αριθμητική παράσταση•

    -ое обозначение αριθμητική δήλωση•

    цифровой результат αριθμητικό αποτέλεσμα.

    Большой русско-греческий словарь > цифровой

  • 32 четверо

    -ых, αριθμητικό αθρσ. τέσσερις, τετράδα•

    четверо детей τέσσερα παιδιά•

    четверо женщин τετράδα γυναικών•

    четверо суток τέσσερα εικοσιτετράωρα.

    Большой русско-греческий словарь > четверо

  • 33 четвёртый

    1. (αριθμητικό τακτικό) τέταρτος•

    четвёртый этаж τέταρτος όροφος.

    2. (κατά την απαρίθμηση)• τέταρτο(ν).
    3. το τεταρτημόριο.
    εκφρ.
    четвёртый класс – τρίτη θέση (κατάστρωμα).

    Большой русско-греческий словарь > четвёртый

  • 34 четыре

    четырёх, четырём, четырьмя, о четырёх
    ο αριθμός 4 τέσσερα•

    четыре делится на два το τέσσερα διαιρείται με το δύο•

    написать четыре γράφω το τέσσερα.

    || αριθμητικό ποσοτικό•

    четыре раза τέσσερες φορές•

    четыре брата τέσσερα αδέρφια•

    на -х колесах με τέσσερις τροχούς.

    || ο (σχολικός) βαθμός 4 (πολύ καλά).

    Большой русско-греческий словарь > четыре

  • 35 четыреста

    четырхсот, четырмстам, четырьмястами, о четырхстах (αριθμητικό απόλυτο) ο αριθμός 400.
    ποσοτικό• τετρακόσια•

    четыреста рублей τετρακόσια ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > четыреста

См. также в других словарях:

  • αριθμητικό τρίγωνο — Τριγωνικός αριθμητικός πίνακας για τη σύνταξη των συντελεστών των διωνύμων. Στις πλευρές του βρίσκονται οι μονάδες. Στο εσωτερικό του οι αριθμοί σχηματίζονται με την πρόσθεση των δύο αριθμών που βρίσκονται πάνω από τον δοσμένο: H (ν + 1) σειρά… …   Dictionary of Greek

  • χίλιοι, -ιες, -ια — αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια 1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία. 2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

  • έξι — και έξη και εξ (AM ἕξ) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί τού τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι… …   Dictionary of Greek

  • διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… …   Dictionary of Greek

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • ενενήκοντα — και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα) (άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < *εναν ήκοντα, με αφομοίωση τού α από το ε και αναλογική επίδραση τών τύπων σε ήκοντα (πρβλ. εβδομ ήκοντα, πεντ ήκοντα)… …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… …   Dictionary of Greek

  • πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»