-
21 надводный
надводн||ыйприл πάνω ἀπ' τό νερό, ὑπεράνω του ϋδατος:\надводныйая часть судна τά ψηλά (или τά ἔξαλα) τοῦ πλοίου. -
22 аванкамера
гидр. η δεξαμενή ανάπαυσης (του ύδατος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аванкамера
-
23 аппретура
1. (текст., кож.) η τελειωτική επεξεργασία/κατεργασίαотделочная - τελειωτική -, το φινίρισμα2. (лак) το βερνίκι (για δέρματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппретура
-
24 аэрация
(воды) о αερισμός (του ύδατος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэрация
-
25 бурение
η διάτρηση, η γεώτρηση- ερεύνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бурение
-
26 водонагреватель
ο θερμαντήρας του ύδατος/νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водонагреватель
-
27 водоохладитель
ο υδατοψυκτήρας, ο ψύκτης (του) ύδατος/νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водоохладитель
-
28 водоподготовка
η επεξεργασία του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водоподготовка
-
29 водопользование
η διαχείριση (του) ύδατος-тель см. водопотребительРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водопользование
-
30 водохозяйство
το σύστημα διαχείρισης του ύδατος/των υδάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водохозяйство
-
31 гелиоводонагреватель
ο ηλιακός θερμοσίφωνας του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гелиоводонагреватель
-
32 гидролоток
το χαντάκι, η διώρυγα του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидролоток
-
33 гидромеханизация
η μηχανοποίηση της εκσκαφής με (τη ροή) του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидромеханизация
-
34 гидрообогащение
ο εμπλουτισμός ορυκτού μέσω του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрообогащение
-
35 глиссировать
τρέχω/πετώ στην επιφάνεια του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глиссировать
-
36 движитель
ο προωθητήρας, το σύστημα πρόωσηςгидрореактивный - см. водомётный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движитель
-
37 дюкер
ο αγωγός του ύδατος κάτω από τον ποταμό που διασχίζει.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дюкер
-
38 завеса
(то, что закрывает собой что-л.) το φράγμα водяная горн. - (σταγόνων) του ύδατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > завеса
-
39 минерализация
(воды) о κορεσμός (του ύδατος) με ανόργανα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минерализация
-
40 нивелирование
η χωροστάθμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нивелирование
См. также в других словарях:
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
водьныи — (97) пр. 1.Относящийся к воде: лоуче бо съ оуставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьноуоумоу питию. и вижъ ми въ мироу вино пиющиихъ ст҃ыихъ моужъ. Изб 1076, 237 об.; нынѣ оубо ликоуеши и съ бесплътьныими. христа непрестаньно славословѩ. ѡтъ бога… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek