-
1 τορός
τορός, durchdringend, durchbohrend, a) vom Auge, scharf, Opp. Cyn. 1, 183; auch durchbohrend, wild. – b) vom Ohre, scharf, seinhörend, Antp. Th. 24 (VII, 409). – c) von der Stimme, durchdringend, laut, Luc. Bacch. 7. – d) von der Rede, deutlich, verständlich, ἔπος Aesch. Ag. 1134; auch ἑρμηνεύς, 602. 1032; βραχὺς τορός ϑ' ὁ μῦϑος, Suppl. 271; und adv., λέξω τορῶς σοι πᾶν Prom. 612, u. öfter, u. Sp.; τορῶς ἴσϑι, genau, Empedocl. 92; οὐκ ἴσμεν τορῶς, Eur. Rhes. 77; τορῶς ἐς οὖς γεγωνήσομεν, Ion 695. – Uebh. stark, kräftig, rasch, Xen. Lac. 2, 12; τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν, Plat. Theaet. 175 e.
-
2 τόρος
τόρος, ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL.
-
3 τορος
-
4 τορός
τορόςpiercing: masc nom sg -
5 τόρος
τόροςborer: masc nom sg -
6 τορός
A piercing:I of the voice, piercing, thrilling, Luc.Bacch.7, Alciphr.3.48;τὸ τ. τῆς φωνῆς Porph. Plot.2
: metaph., τ. φόβος thrilling fear, A.Ch.32 (lyr.). Adv., lon696 (lyr.): neut. as Adv., τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν, Philostr. VS1.25.10, Her.19.12.b of the ear, acute, fine, AP7.409 (Antip. Thess.).c of the eye, piercing, Opp.C.1.181.2 metaph., clear, distinct, plain, , cf. 616; ἔπος, μῦθος, ib. 1162(lyr.), Supp. 274;τορὸν γὰρ ἥξει Id.Ag. 254
(lyr.); τ. ὕμνοι dub. cj. in AP4.1.7 (Mel.); ἐρέω τι τορώτερον (cj. for τομώτερον) Call.Del. 94. Adv.,ἀλλὰ τορῶς ταῦτ' ἴσθι Emp.23.11
; τ. τέκμηρον, λέξω, A. Pr. 604 (lyr.), 609, etc.; προυζεπίστασθαι ib. 699; ἐπεξελθεῖν ib. 870; ἀπαγγεῖλαι, φράσαι, Id.Ag. 632, 1584;οὐκ ἴσμεν τ. E.Rh.77
; ἀκούσας οὐ τ. ib. 656.II of persons, sharp, ready, smart, X.Lac.2.11 ([comp] Sup.), D.H.Rh.11.5, cj. in Call.Fr.78 ([comp] Sup.). Adv.,ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.Ra. 1102
(troch.);τ. τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Pl.Tht. 175e
, Luc. Anach.21, Merc.Cond.35: [comp] Sup.- ώτατα Ael.NA1.43
. -
7 τόρος
-
8 τορός
-
9 τόρος
τόρος, ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel -
10 τορός
ο собир, следы (животных, человека) -
11 πολυ-τόρος
πολυ-τόρος, viel durchbohrend, δέρμα ἐχίνου, d. i. mit vielen Stacheln, Hesych.
-
12 χαλκό-τορος
χαλκό-τορος, aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.
-
13 γυιο-τόρος
γυιο-τόρος, Glieder durchbohrend, Christodor. Ecphr. 226.
-
14 διά-τορος
-
15 λᾱο-τόρος
λᾱο-τόρος, Steine durchbohrend, Paul. Sil. Ecphr. 188 u. öfter.
-
16 ὀξυ-τόρος
-
17 ῥῑνο-τόρος
ῥῑνο-τόρος, die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.
-
18 τορώτατα
τορόςpiercing: adverbial superlτορόςpiercing: neut nom /voc /acc superl pl -
19 τορώτατον
τορόςpiercing: masc acc superl sgτορόςpiercing: neut nom /voc /acc superl sg -
20 τοροί
τορόςpiercing: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
τορός — piercing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρος — borer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… … Dictionary of Greek
τόρος — ὁ, Α γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)] … Dictionary of Greek
τορώτατα — τορός piercing adverbial superl τορός piercing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορώτατον — τορός piercing masc acc superl sg τορός piercing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τωρ — τορος, ΝΜΑ, και τορας Ν βλ. τηρ(ας) … Dictionary of Greek
τοροί — τορός piercing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορούς — τορός piercing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορωτάτῳ — τορός piercing masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορή — τορός piercing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)