-
1 τζόκεϊ
žokej
См. также в других словарях:
τζόκεϋ — και τζόκεϊ, ο, Ν άκλ. 1. επαγγελματίας αναβάτης αλόγων τού ιπποδρόμου 2. (και ως ουδ.) το τζόκεϋ ή τζόκεϊ είδος καπέλου με μικρό γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jockey, σκωτικό υποκορ. τού ον. John] … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
αναβάτης — ο θηλ. τρια ο καβαλάρης, ο τζόκεϊ: Σε λίγο φάνηκαν τα άλογα με τους αναβάτες τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζόκεης — τζόκεης, ο και τζόκεϊ, ο άκλ. (λ. αγγλ.), επαγγελματίας αναβάτης αλόγων στον ιππόδρομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)