-
1 τελικά
τελικόςpertaining to the supreme end: neut nom /voc /acc plτελικά̱, τελικόςpertaining to the supreme end: fem nom /voc /acc dualτελικά̱, τελικόςpertaining to the supreme end: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 τελικά
επίρρ. в конце концов, в конечном счёте; в конце, напоследок -
3 τελικά
sonunda, nihayet -
4 τελικά
finalement -
5 τελικά
1) nareszcie ?2) ostatecznie przysł. -
6 τελικά
nakonec -
7 τελικά
1) eventually2) finally3) ultimatelyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τελικά
-
8 finalement
τελικά -
9 nakonec
τελικά -
10 eventually
τελικά -
11 finally
τελικά -
12 ultimately
τελικά -
13 nareszcie ?
τελικά -
14 ostatecznie
τελικά -
15 τελικάς
τελικά̱ς, τελικόςpertaining to the supreme end: fem acc pl -
16 финал
финал м 1) το τέλος, το τέρμα 2) театр. муз. το φϊνάλε 3) спорт, τα τελικά, οι τελικοί (αγώνες); выйти в \финал βγαίνω στα τελικά* * *м1) το τέλος, το τέρμα2) театр., муз. φινάλε3) спорт. τα τελικά, οι τελικοί (αγώνες)вы́йти в фина́л — βγαίνω στα τελικά
-
17 τελικός
τελικός, zum τέλος gehörig. – Die Stoiker nannten ἀγαϑὰ τελικά die zum höchsten Gute gehörenden oder es in sich fassenden, D. L. 3, 56. 7, 69; – κεφάλαια τελικά, bei den Rhett., vom Recht und Nutzen hergenommene Hauptbeweise.
-
18 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
19 итог
итог м 1) (сумма ) το σύνο λο общий \итог το ολικό ποσό 2) (результат ) το αποτέλεσμα το συμπέρασμα (заключе ние) \итог соревнований τα απο τελέσματα των αγώνων ◇ в \итоге τελικά* * *м1) ( сумма) το σύνολοо́бщий ито́г — το ολικό ποσό
2) ( результат) το αποτέλεσμα; το συμπέρασμα ( заключение)ито́г соревнова́ний — τα αποτελέσματα των αγώνων
••в ито́ге — τελικά
-
20 конец
конец м 1) (окончание чего-либо.) το τελος \конец пути το τέρμα της πορείας* положить \конец. чему-л. βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω 2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή - в конце концов επιτέλους, τελικά* * *м1) ( окончание чего-либо) το τέλοςконе́ц пути́ — το τέρμα της πορείας
положи́ть коне́ц чему́-л. — βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω
2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή••в конце́ концо́в — επιτέλους, τελικά
См. также в других словарях:
τελικά — τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc pl τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc/acc dual τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικάς — τελικά̱ς , τελικός pertaining to the supreme end fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek