-
41 разнашивать
разнашиватьнесов (обувь) φορῶ (та παπούτσια) γιά ν' ἀνοίξουν. -
42 разуваться
разувать||сяξυπολιέμαι, βγάζω τά παπούτσια μου. -
43 раит
раитм (у обуви) ἡ παρυφή, ἡ τσιμού-χα:о́бувь на \раиту́ παπούτσια μέ σειρήτι. -
44 растягивать
растягиватьнесов1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:\растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·2. (лишать упругости) χαλαρώνω:\растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·3. (расстилать) ἀπλώνω:\растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:\растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):\растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο. -
45 рваный
рва́н||ыйприл (ξε)σχισμένος, κουρελιασμένος:\рваныйая бумага τό κουρελόχαρτο· \рваныйые ботинки τά σχισμένα παπούτσια -
46 резиновый
резин||овыйприл λαστιχένιος, του καουτσούκ:\резиновыйовая обувь τά λαστιχένια παπούτσια· \резиновыйовая промышленность ἡ βιομηχανία τοδ καουτσούκ. -
47 скрипеть
скрип||етьнесов τρίζω:\скрипеть зубами τρίζω τά δόντια· ботинки \скрипетья́т τά παπούτσια τρίζουν. -
48 тапочки
тапочкимн. (ед. тапочка ж) τά ἀθλητικά παπούτσια (спортивные)! οἱ παντόφλας (домашние). -
49 трепать
трепатьнесов1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):\трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:\трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:\трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον. -
50 туфли
ту́флимн. (ед. ту́фля ж) τά παπούτσια, τά σκαρπίνια/ οἱ γόβες (дамские):\туфли на высоком каблуке ψηλοτάκουνες γόβες· лакированные \туфли τά λουστρίνια. -
51 узкий
у́зк||ийприл в разн. знач. στενός:\узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα -
52 худой
худой Iприл (худощавый) ἀδύνατος, ἰσχνός.худ||ой IIприл1. (плохой) κακός, ἄσχημος:\худойая слава κακή φήμη:\худой мир лучше доброй ссо́ры поел. ἡ κολοβή είρήνη εἶναι καλύτερη· ἀπό τόν ὠραΐο καυγᾶ·2. (дырявый) разг τρύπιος, τριμμένος, φαγωμένος:\худойые башмаки́ τά τρύπια παπούτσια· ◊ на \худой конец σέ ἐσχατη ἀνάγκη. -
53 чинить
чинить Iнесов1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):\чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.чинить IIнесов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:\чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον. -
54 чистить
чи́ст||итьнесов1. καθαρίζω / βουρτσίζω (щеткой):\чистить зу́бы καθαρίζω τά δόντια· \чистить о́бувь βάφω παπούτσια· \чистить платье βουρτσίζω τό φόρεμά \чистить посуду τρίβω τά μαγειρικά σκεύη· \чистить лошадь ξυστρίζω τό ἄλογο· \чистить до блеска στιλβώνω, στιλ-πνῶ·2. (продукты питания) ξεφλουδίζω, καθαρίζω / μαδώ (перья)/ ξεκοιλιάζω (потрошить):\чистить орехи ξετσοφλιάζω τά καρύδια. -
55 шарканье
шарканьес τό σύρσιμο τών ποδιών (или τῶν παπουτσιών), σέρνω τά παπούτσια μου, κάνω θόρυβο σέρνοντας τά πόδια μου. -
56 щетка
щеткаж ἡ βούρτσα, ἡ ψήκτρα:зубная \щетка ἡ ὁδοντόβουρτσα· сапожная \щетка ἡ βούρτσα γιά τά παπούτσια· чистить \щеткаой βουρτσίζω. -
57 обуваться
[απουβάτ’σα] ρ. βάζω τα παπούτσια -
58 обувь
[όμπουβ"] ουσ. θ. υποδήματα, παπούτσια -
59 туфли
[τούφλι] οοσ. κληθ. τα παπούτσια -
60 обуваться
[απουβάτ’σα] ρ βάζω τα παπούτσια
См. также в других словарях:
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] … Dictionary of Greek
παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») … Dictionary of Greek
Зеи, Алки — Алки Зеи греч. Άλκη Ζέη, Афины 1925) современная греческая детская писательница. Биография Алки Зеи родилась в Афинах в 1925 году. Её отец был родом с острова Крит, мать родом с острова Самос.Зеи прожила свои детские годы на… … Википедия
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
καλαπόδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 751 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταλάντης. * * * το (AM καλαπόδιον, Μ και… … Dictionary of Greek
παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek