Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα+παπούτσια

  • 41 разнашивать

    разнашивать
    несов (обувь) φορῶ (та παπούτσια) γιά ν' ἀνοίξουν.

    Русско-новогреческий словарь > разнашивать

  • 42 разуваться

    разувать||ся
    ξυπολιέμαι, βγάζω τά παπούτσια μου.

    Русско-новогреческий словарь > разуваться

  • 43 раит

    раит
    м (у обуви) ἡ παρυφή, ἡ τσιμού-χα:
    о́бувь на \раиту́ παπούτσια μέ σειρήτι.

    Русско-новогреческий словарь > раит

  • 44 растягивать

    растягивать
    несов
    1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:
    \растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·
    2. (лишать упругости) χαλαρώνω:
    \растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·
    3. (расстилать) ἀπλώνω:
    \растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα
    4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:
    \растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·
    5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):
    \растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο.

    Русско-новогреческий словарь > растягивать

  • 45 рваный

    рва́н||ый
    прил (ξε)σχισμένος, κουρελιασμένος:
    \рваныйая бумага τό κουρελόχαρτο· \рваныйые ботинки τά σχισμένα παπούτσια

    Русско-новогреческий словарь > рваный

  • 46 резиновый

    резин||овый
    прил λαστιχένιος, του καουτσούκ:
    \резиновыйовая обувь τά λαστιχένια παπούτσια· \резиновыйовая промышленность ἡ βιομηχανία τοδ καουτσούκ.

    Русско-новогреческий словарь > резиновый

  • 47 скрипеть

    скрип||еть
    несов τρίζω:
    \скрипеть зубами τρίζω τά δόντια· ботинки \скрипетья́т τά παπούτσια τρίζουν.

    Русско-новогреческий словарь > скрипеть

  • 48 тапочки

    тапочки
    мн. (ед. тапочка ж) τά ἀθλητικά παπούτσια (спортивные)! οἱ παντόφλας (домашние).

    Русско-новогреческий словарь > тапочки

  • 49 трепать

    трепать
    несов
    1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):
    \трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·
    2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:
    \трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·
    3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:
    \трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·
    4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·
    5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > трепать

  • 50 туфли

    ту́фли
    мн. (ед. ту́фля ж) τά παπούτσια, τά σκαρπίνια/ οἱ γόβες (дамские):
    \туфли на высоком каблуке ψηλοτάκουνες γόβες· лакированные \туфли τά λουστρίνια.

    Русско-новогреческий словарь > туфли

  • 51 узкий

    у́зк||ий
    прил в разн. знач. στενός:
    \узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα

    Русско-новогреческий словарь > узкий

  • 52 худой

    худой I
    прил (худощавый) ἀδύνατος, ἰσχνός.
    худ||ой II
    прил
    1. (плохой) κακός, ἄσχημος:
    \худойая слава κακή φήμη:
    \худой мир лучше доброй ссо́ры поел. ἡ κολοβή είρήνη εἶναι καλύτερη· ἀπό τόν ὠραΐο καυγᾶ·
    2. (дырявый) разг τρύπιος, τριμμένος, φαγωμένος:
    \худойые башмаки́ τά τρύπια παπούτσια· ◊ на \худой конец σέ ἐσχατη ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > худой

  • 53 чинить

    чинить I
    несов
    1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):
    \чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·
    2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.
    чинить II
    несов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:
    \чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > чинить

  • 54 чистить

    чи́ст||ить
    несов
    1. καθαρίζω / βουρτσίζω (щеткой):
    \чистить зу́бы καθαρίζω τά δόντια· \чистить о́бувь βάφω παπούτσια· \чистить платье βουρτσίζω τό φόρεμά \чистить посуду τρίβω τά μαγειρικά σκεύη· \чистить лошадь ξυστρίζω τό ἄλογο· \чистить до блеска στιλβώνω, στιλ-πνῶ·
    2. (продукты питания) ξεφλουδίζω, καθαρίζω / μαδώ (перья)/ ξεκοιλιάζω (потрошить):
    \чистить орехи ξετσοφλιάζω τά καρύδια.

    Русско-новогреческий словарь > чистить

  • 55 шарканье

    шарканье
    с τό σύρσιμο τών ποδιών (или τῶν παπουτσιών), σέρνω τά παπούτσια μου, κάνω θόρυβο σέρνοντας τά πόδια μου.

    Русско-новогреческий словарь > шарканье

  • 56 щетка

    щетка
    ж ἡ βούρτσα, ἡ ψήκτρα:
    зубная \щетка ἡ ὁδοντόβουρτσα· сапожная \щетка ἡ βούρτσα γιά τά παπούτσια· чистить \щеткаой βουρτσίζω.

    Русско-новогреческий словарь > щетка

  • 57 обуваться

    [απουβάτ’σα] ρ. βάζω τα παπούτσια

    Русско-греческий новый словарь > обуваться

  • 58 обувь

    [όμπουβ"] ουσ. θ. υποδήματα, παπούτσια

    Русско-греческий новый словарь > обувь

  • 59 туфли

    [τούφλι] οοσ. κληθ. τα παπούτσια

    Русско-греческий новый словарь > туфли

  • 60 обуваться

    [απουβάτ’σα] ρ βάζω τα παπούτσια

    Русско-эллинский словарь > обуваться

См. также в других словарях:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») …   Dictionary of Greek

  • Зеи, Алки — Алки Зеи греч. Άλκη Ζέη, Афины 1925)  современная греческая детская писательница. Биография Алки Зеи родилась в Афинах в 1925 году. Её отец был родом с острова Крит, мать родом с острова Самос.Зеи прожила свои детские годы на… …   Википедия

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • καλαπόδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 751 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταλάντης. * * * το (AM καλαπόδιον, Μ και… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»