-
1 волна
волна ж в разн. знач. το κύμα· короткие волны τα βραχέα κύματα· длина \волнаы το μήκος κύματος; на коротких -ax σε μήκος βραχέων κυμάτων* * *ж в разн. знач.το κύμαкоро́ткие во́лны — τα βραχέα κύματα
длина́ волны́ — το μήκος κύματος
на коро́тких волна́х — σε μήκος βραχέων κυμάτων
-
2 волна
волн||аж в разн. знач. τό κῦμα:\волна протеста κύμα διαμαρτυρίας· \волна забастовок τό ἀπεργιακό κῦμα· взрывная \волна τό ἐκρηκτικό κῦμα, ἡ ἐκρηξη· звуковая \волна τό ήχητικό κύμα, τό κύμα τοῦ ήχου· короткие волны τά βραχέα κύματα· длина \волнаώ τό μήκος τοῦ κύματος. -
3 передатчик
передатчикм радио ὁ πομπός:коротковолновый \передатчик ὁ πομπός σέ βραχέα κύματα. -
4 приемник
приемникм радио τό ραδιόφωνο[ν]:ламповый \приемник ραδιόφωνον μέ λυχνίες· коротковолновый \приемник ραδιόφωνο μέ βραχέα κύματα. -
5 перестроить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. επιφέρω, κάνω αλλαγές στην οικοδομή.2. ανασυντάσσω, ανασυνθέτω ανασυγκροτώ.3. αναδιοργανώνω ανασχηματίζω.4. (μουσ.) κουρδίζω αλλιώς.5. βάζω, ρυθμίζω•перестроить примник на короткую волну βάζω το ραδιόφωνο στα βραχέα κύματα.
ανασυντάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
Μαρκόνι, Γκουλιέλμο Μαρκέζε — (Gulielmo Marchese Marconi, Μπολόνια 1874 – Ρώμη 1937). Ιταλός φυσικός, εφευρέτης της ασύρματης τηλεγραφίας. Παρότι δεν ακολούθησε κανονικές σπουδές, αφοσιώθηκε στις έρευνες των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και έγινε δεκτός στο εργαστήριο φυσικής… … Dictionary of Greek
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιοσυχνότητα — Περιοχή συχνοτήτων εναλλασσόμενων ρευμάτων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που εκτείνεται περίπου μεταξύ 10 χιλιοκύκλων (K cs Vs ή kHz) και 100.000 μεγακύκλων (Mc/s ή MHz), δηλαδή από τα μακρά έως τα χιλιοστομετρικά κύματα. Τα εναλλασσόμενα ρεύματα ρ … Dictionary of Greek
Άπλετον, Έντουαρντ Βίκτορ — (Sir Edward Victor Appleton, Μπράντφορντ 1892 – Εδιμβούργο 1965). Άγγλος φυσικός. Το 1913 πήρε το δίπλωμά του από το Κέιμπριτζ, το 1924 έγινε καθηγητής της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και το 1936 στο Κέιμπριτζ. Υπήρξε μέλος της… … Dictionary of Greek
εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… … Dictionary of Greek
μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek