-
1 сдобровать:
сдобровать:мне не \сдобровать: разг θά βρῶ τόν μπελα μου, θά τήν πάθω. -
2 serve right
(to be the punishment deserved by: If you fall and hurt yourself, it'll serve you right for climbing up there when I told you not to.) καλά να πάθω -
3 Become
v. trans.P. and V. πρέπειν (dat.), προσήκειν (dat.).V. intrans. P. and V. γίγνεσθαι.Be brought into a certain state: P. and V. καθίστασθαι.It becomes you (to): P. and V. πρὸς σοῦ (ἐστί) (infin.), ἁρμόζει σέ (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Become
-
4 Help
subs.P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, ἀλέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ἄρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό.By the help of: P. and V. διά (acc.).Help against: P. and V. ἐπικούρησις, ἡ (gen.) (Plat.).Concretely of a person: use helper.——————v. trans.P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ἀρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.).Fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).Work with: P. and V. συλλαμβάνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P. προφέρειν εἰς (acc.).Help to, contribute towards ( a result): P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.), συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.).Help to: in compounds, use συν; e.g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P. συνεισβάλλειν.How could a person of such a character help being like his peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις; (Plat., Rep. 349D).How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also Ar., Lys. 884).How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo, 78B).Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P. ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33).In same construction, use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι.Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Help
См. также в других словарях:
πάθω — πάσχω have aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυροπαθώ — ἰσχυροπαθῶ, έω (Α) δεινοπαθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ, κακο παθώ] … Dictionary of Greek
κενοπαθώ — κενοπαθῶ έω (Α) έχω ψευδή και απατηλά αισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + παθώ (< παθής < πάσχω), πρβλ. ισχυρο παθώ, πρωτο παθώ] … Dictionary of Greek
АРЕТЕЙ — • Aretaeus, Άρεται̃ος, по прозванию Cappadox, греческий врач, живший в Риме в конце 2 в. от Р. X., замечательный по своей наблюдательности и глубине мыслей; от него дошли до нас не совсем в полном виде: 1. 4 книги περι… … Реальный словарь классических древностей
Аретей из Каппадокии — др. греч. Ἀρεταῖος ὁ Καππαδόκης … Википедия
καλοπαθώ — καλοπαθῶ (Μ) 1. ενεργ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι («νὰ ἀπέρχονται εἰς τὰ ὀσπίτια τους, διὰ νὰ καλοπαθήσουν», Χρον. Moρ.) 2. μέσ. καλοπερνώ, περνώ με άνεση («προφούρνια νὰ χόρταινα καὶ νὰ καλοπαθούμην», Προδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ.… … Dictionary of Greek
ξενοπαθώ — ξενοπαθῶ, έω (Α) ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ] … Dictionary of Greek
οικειοπαθώ — οἰκειοπαθῶ, έω (Μ) πάσχω εξαιτίας τών οικείων, τών συγγενών μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + παθῶ (< παθής < πάσχω), πρβλ. δεινο παθώ, κακοπαθώ) … Dictionary of Greek
περισσοπαθώ — έω, Α πάσχω πολύ, υποφέρω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ παθώ] … Dictionary of Greek
στεγνοπαθώ — έω, Α πάσχω από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθῶ] … Dictionary of Greek
στενοπαθώ — έω, Α υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθῶ] … Dictionary of Greek