-
41 оцинковывать
γαλβανίζω, καλύπτω (ένα μεταλλικό σώμα) με στρώμα ψευδαργύρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оцинковывать
-
42 полимер
το πολυμερές (σώμα, υλικό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полимер
-
43 полисома
(полирибосома) το πολύ-σωμα, το πολυριβόσωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полисома
-
44 радиатор
1. (нагревательный прибор) το σώμα θέρμανσης, το καλοριφέρ (ξεν.) 2. (устройство для охлаждения полупроводникового прибора) το σύστημα ψύξης των ημιαγωγών 3. (теплообменник в д.в.с.) το ψυγείο μηχανήςмасляный - ελαίου/λαδιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиатор
-
45 светило
(небесное тело) το (φωτοβόλο/φωτεινό) ουράνιο σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светило
-
46 слоевище
бот. το σώμα των μαλα-κοειδών φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слоевище
-
47 служба
1. (отрасль производства, учреждение, организация) η υπηρεσία, το σώμαдиспетчерская - подхода ав. - προσέγγισης του αεροδρομίου2. (работа, должность)η δουλειά, η εργασία 3 (исполнение воинских обязанностей) η θητεία 4. (богослужение) η (θεία) λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служба
-
48 стакан
1. (для питья) το ποτήρι 2. (лабораторный) το ποτήρι/σωληνάριο του εργαστηρίου 3. (деталь машины или механизма) η υποδοχή του σωλήναпереборочный - η υποδοχή/το πέρασμα του σωλήναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стакан
-
49 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
-
50 тело
το σώμαинородное - мед. ξένο --качения (деталь подшипника) το στοιχείο κύλισης, разг. η σφαίραчёрное - физ. μέλαν/μαύρο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тело
-
51 тороид
мат. η σπείρα (δακτυλιοειδές σώμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тороид
-
52 торс
иск. το σώμα γλυπτικής (χωρίς κεφάλι και άκρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торс
-
53 туловище
το σώματο κορμίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > туловище
-
54 туша
1. (выпотрошенное тело убитого животного) το σφαχτό (χωρίς εντόσθια) 2. (тело крупного животного) το σώμα μεγάλου σκοτωμένου ζώου, το σφαχτάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туша
-
55 элемент
1. (составная часть чего-л.) το στοιχείοτο μέροςτο τμήμαгальванический - γαλβανικό -, η γαλβανική στήληисходный физ. - αρχικό -2. (химический источник тока) το στοιχεί/ο, η κυψελίδα (παραγωγής ρεύματος) 3. (устройство, прибор) το όργανο, η συσκευή, το σώμαсветочувствительный - το φωτοκύτταρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элемент
-
56 дипломатический
дипломат||и́ческийприл διπλωματικός:\дипломатическийи́ческий курьер ὁ διπλωματικός ταχυδρόμος· \дипломатическийи́ческий корпус τό διπλωματικό σῶμα· \дипломатическийи́ческие отношения οἱ διπλωματικές σχέσεις. -
57 дружина
дружи́н||аж1. ист. ἡ ντρουζίνα, ἡ ἀκολουθία (ή σωματοφυλακή κρίγκηκα στήν ἀρχαία Ρωσία)·2. (рабочая и т. п.) τό ἀπόσπασμα:боевые \дружинаы τά μαχητικά ἀποσπάσματα· пожарная \дружина τό πυροσβεστικό σῶμα· пионерская \дружина ἡ πιονιέρικη ὁμάδα. -
58 инородный
инородн||ыйприл ξένος:\инородныйое тело τό ξένο σῶμα. -
59 карбид
карбидм хим. τό ἀνθρακοῦχο[ν] σῶμα -
60 кегль
кегльм полигр. τό σώμα.
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia