-
21 переходник
(промежуточный элемент между разнородными по размеру элементами) о προσαρμογέαςтрубный - о μειωτήρας (σύνδεσμος) των σωλήνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переходник
-
22 связка
1. (действие) το δέσιμο 2. (несколько однородных предметов, связанных вместе) το δέμαη δέσμη3. (анат) о σύνδεσμος 4. грам. (вспомогательный глагол) το συνδετικό (ρήμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связка
-
23 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
24 сочленение
1. тех. η σύνδεση, ο σύνδεσμος, η συνένωση 2. анат. η ένωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочленение
-
25 союз
1. (единение, связь групп, обществ и т.п.) η συμμαχία, ο συνασπισμός 2. (государственное объединение, общественная организация) η ένωση, ο σύλλογοςτο σωματείο 3 (грам) ο σύνδεσμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > союз
-
26 условный
1. (установленный по условию между кем-л.) συμ(πε)φωνημένοςσυνθηματικός2. (оговоренный каким-л. условием, имеющий силу только при наличии какого-л. условия) με όρο Заявляющийся условностью, относительный) σχετικός 4. (не существующий в действительности в том виде, как это дано где-л.) υποθετικός 5. (произвольный) αυθαίρετος 6. (временный, предварительный) δοκιμαστικόςπροσωρινός7. иск. συμβολικός 8 грам. υποθετικ/ός 9. (принятый за основу при вычислении) τυπικός 10. мед. (рефлекс) το εξαρτημένο αντανακλαστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условный
-
27 штуцер
тех. о σύνδεσμος σωλήνων (με σπείρωμα για τη σύνδεση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штуцер
-
28 общество
общество с 1) η κοινωνία·* * *с1) η κοινωνίαсоциалисти́ческое о́бщество — η σοσιαλιστική κοινωνία
бесклас́совое о́бщество — η αταξική κοινωνία
2) ( союз) ο σύνδεσμος; η εταιρεία ( коммерческое)спорти́вное о́бщество — о αθλητικός σύλλογος
-
29 ординарец
ординарецм ὁ σύνδεσμος, ἡ ὁρντι-νάντσα -
30 противительный
противительныйприл:\противительный союз грам. ἐναντιωματικός σύνδεσμος. -
31 разделительный
разделительныйприл грам. διαζευκτικός:\разделительный союз ὁ διαζευκτικός σύνδεσμος. -
32 связка
связкаж1. ἡ δέσμη, τό δέμα, τό μάτσο:\связка книг ἡ δέσμη βιβλίων \связка ключей ὁ ὀρμαθός (или ἡ ἀρμαθιά) κλειδιών \связка гранат ἡ δέσμη χειροβομβίδων, τό μάτσο χειροβομβίδες·2. анат. ὁ σύνδεσμος/ ἡ χορδή (голосовая)·3. лингв. τό συνδετικό ρήμα -
33 связной
связнойμ, воен. ὁ σύνδεσμος. -
34 соединительный
соедини́тельн||ыйприл1. συνδετικός:\соединительныйая ткань анат. ὁ συνδετικός ἰστός·2. грам. συμπλεκτικός:\соединительный союз ὁ συμπλεκτικός σύνδεσμος. -
35 союз
союз Iм1. (единение) ἡ συμμαχία, ἡ ἔνωση:\союз рабочих и крестьян ἡ συμμαχία τών ἐργατών καί ἀγροτών в \союзе σέ συμμαχία, ἐν συμμαχία·2. (государственное объединение) ἡ "Ενωση [-ις]:Союз Советских Социалистических Республик ἡ "Ενωση τών Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών3. (организация) ἕνωση [-ις]:профессиональный \союз ἡ ἐπαγγελματική ἔνωση, τό συνδικάτο· Всесоюзный Ленинский Коммунистический Союз Молодежи ἡ Πανενωσιακή Λενινιστική Κομμουνιστική "Ενωση Νεολαίας.союз IIграм. ὁ σύνδεσμος. -
36 противительный
[πρατιβίτιλ'νυΐ] εκ. (γραμ.) εναντιωμαηκός σύνδεσμος -
37 связка
[σβγιάσκα] ουσ. θ. δέσμη, (ανατ.) σύνδεσμος -
38 связной
[σβιζνόΐ] εκ. (πολεμ.) σύνδεσμος -
39 союз
[σαγιούς] ουσ. α. (γραμ.) σύνδεσμος -
40 противительный
[πρατιβίτιλ'νυϊ] επ (γραμ) εναντιωμαηκός σύνδεσμος
См. также в других словарях:
σύνδεσμος — that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — ο 1. (γραμμ.), μέρος του λόγου: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος. 2. ό,τι συνδέει δύο ή περισσότερα πράγματα: Στην Κατοχή ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. – Το Βυζάντιο θεωρείται σύνδεσμος του αρχαίου ελληνικού κόσμου με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… … Dictionary of Greek
ξύνδεσμος — σύνδεσμος , σύνδεσμος that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοις — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl σύνδεσμος that which binds together neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοισιν — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl (epic ionic aeolic) σύνδεσμος that which binds together neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμων — σύνδεσμος that which binds together masc gen pl σύνδεσμος that which binds together neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek
άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)