-
1 συν-τίθημι
συν-τίθημι (s. τίϑημι), 1) mit, zugleich, zusammenstellen, -legen, -setzen; τἀμὰ πλευρὰ συνϑεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖς, Eur. Alc. 367; Her. 2, 47. 4, 67; σκεύη, Xen. Cyr. 8, 5, 4; τὰ ὅπλα ἐν τῷ ναῷ, Hell. 2, 3, 20; auch zusammenfügen, -bauen, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας, Her. 7, 36; τὸ ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῠ πεζοῦ πλῆϑος συντιϑέμενον, 7, 184; – von dichterischen u. stylistischen Compositionen, ξυντίϑησι δὲ παιδὸς μόρον, Aesch. Suppl. 63; Soph. sagt ἐν βραχεῖ ξυνϑεὶς λέγω, El. 663; συντιϑεὶς γέλων πολύν, verlachend, Ai. 296; χὠ συνϑεὶς τάδε, der dies angestiftet, O. R. 401; ὁ ἅπαν τὸ πρᾶγμα ξυνϑείς, Thuc. 8, 68; ἅπαντα συνϑεὶς τάδ' εἰς ἕν, Eur. I. T. 1016; συνϑέντες λόγον, Bacch. 297; u. pass., συντεϑεὶς ὁ πᾶς λόγος, Troad. 909; u. so in Prosa; bes. vom Abfassen von Schriftwerken, εἴ τις ἄλλος συντίϑησι λόγους, Plat. Phaedr. 278 c; Euthyd. 305 c u. öfter; μύϑους, Rep. II, 377; εἴ τις ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέϑεικε, Phaedr. 278 c; Ggstz von διαιρέω, Soph. 252 a, wie συντιϑέμενα ἀλλήλοις καὶ διαιρούμενα Rep. X, 618 c; ὁ συνϑείς, der Schöpfer, Tim. 33 d u. öfter; λόγον, Isocr. 12, 246. 13, 16; absolut, οἱ λογογράφοι συνέϑεσαν, darstellen, Thuc. 1, 21; τέχνας λόγων, Arist. Rhet. 1, 1, eine Redekunst schreiben; πραγματείαν, Plut. Them. 12; δόλον συνϑείς, Bian. 3 (IX, 273); πρᾶγμα εὖ συντεϑέν, Dem. 18, 144; συντι ϑεὶς ψευδεῖς αἰτίας, 25, 28, dem vorangehenden πλάττων entsprechend. – Auch Einem Etwas anvertrauen, übergeben, συνϑεὶς 'Αντιπάτρῳ τὰ τούτων ὀστᾶ, Pol. 5, 10, 4, vgl. 28, 18, 3. – 2) med. συντίϑεμαι, – a) sich Etwas zusammenstellen, bes. geistig, wahrnehmen, bemerken, beachten; σὺ δὲ σύνϑεο, Il. 1, 76. 6, 334; auch σὺ δὲ σύνϑεο ϑυμῷ, Od. 15, 27; ἐμεῖο δὲ σύνϑεο μῠϑον, 17, 153 u. öfter; τῶν δ' Ἕλενος σύνϑετο ϑυμῷ βουλήν, Il. 7, 44; bes. hören, κλαιούσης ὄπα σύνϑετο, Od. 20, 92; φρεσὶ σύνϑετο ϑέσπιν ἀοιδήν, 1, 328; so συνϑέμενος ῥῆμα Pind. P. 4, 277. – b) τινί τι, Etwas mit Einem festsetzen, verabreden, abschließen; μισϑῷ συνετίϑευ παρέχειν, Pind. P. 11, 41; ξυνέϑεσϑε κοινῇ τάδε, Eur. Bacch. 806; τινί τι, Her. 3, 157. 8, 128; Thuc. 4, 19; καϑ' ὅτι ἂν ξύνϑωνται, 5, 18; auch τὶ πρός τινα, Her. 7, 145; c. inf., 6, 115. 9, 7, 2; Thuc. 6, 65; καϑ' ἃς ὁμολογίας ἡμῖν ξυνέϑου πολιτεύσεσϑαι, Plat. Crit. 52 d; ξυνϑέσϑαι ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσϑαι, Rep. II, 359 a; μὴ συνϑἐμενος αὐτῷ μισϑόν, Gorg. 520 c; dah pass., ἐλϑόντος τοῠ ξυντεϑέντος χρόνου, Phaedr. 254 d, als die bestimmte Zeit gekommen; unterhandeln, Xen., der An. 1, 9, 7 verbindet περὶ πλείστου ἐποιεῖτο, εἴ τῳ σπείσαιτο καὶ εἴ τῳ σύνϑοιτο καὶ εἴ τῳ ὑπόσχοιτό τι μηδὲν ψεύδεσϑαι; auch συντίϑεσϑαι φιλίαν, 2, 5, 8; συνϑέμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους, indem er mit den Freunden wettete, Plut. Alc. 8. – c) τινί, Einem beitreten, beistimmen, wobei man ψῆφον od. γνώμην zu ergänzen pflegt, Sp.
-
2 ἀπο-συν-τίθημι
ἀπο-συν-τίθημι (s. τίϑημι), bei Sext. Emp. adv. Math. ἀπορίας, das Gegentheil von συντίϑημι.
-
3 ἐπι-συν-τίθημι
ἐπι-συν-τίθημι (s. τίϑημι), noch dazu setzen, Themist. u. a. Sp.
-
4 μετα-συν-τίθημι
μετα-συν-τίθημι, umstellen, anders zusammenstellen u. ordnen, Demetr. Phal. 59.
-
5 συν-απο-τίθημι
συν-απο-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich ghod. weglegen, τὸ αἰδεῖσϑαι συναποϑέμενοι, Plut. de audit. A.
-
6 συν-επι-τίθημι
συν-επι-τίθημι (s. τίϑημι), mit, zugleich auflegen, καὶ συνεπιφορτίζειν, Plut. symp. 8, 7 E. – Med., mit, zugleich angreifen; Thuc. 1, 23. 6, 10 u. öfter; μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιϑώμεϑα, Plat. Phil. 16 a; τοῖς καιροῖς, zum Angriff benutzen, Pol. 3, 15, 10 u. öfter.
-
7 συν-εκ-τίθημι
συν-εκ-τίθημι (s. τίϑημι), mit oder zugleich ausstellen, -setzen; χρήματα ξυνεξέϑηκαν οἱ Φαίακες τῷ Ὀδυσσεῖ Plut. de aud. poet. 7 i. M., u. a. Sp.
-
8 συν-ανα-τίθημι
συν-ανα-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich auflegen, weihen, Luc. Phal. 2, 7.
-
9 συν-δια-τίθημι
συν-δια-τίθημι (s. τίϑημι), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.
-
10 συν-υπο-τίθεμαι
συν-υπο-τίθεμαι (s. τίϑημι), mit annehmen oder voraussetzen, Plat. Ax. 370 a; τινὶ λόγον, an die Hand geben, Plut. Cat. min. 66.
-
11 προς-συν-τίθεμαι
προς-συν-τίθεμαι (s. τίϑημι), noch dazu mit einander verabreden, D. Cass. 46, 56.
-
12 προ-συν-τίθεμαι
προ-συν-τίθεμαι (s. τίϑημι), vorher verabreden, einen Vertrag machen, φιλίαν τινί D. Cass. 36, 28.
-
13 συντίθημι
συν-τίθημι, (1) mit, zugleich, zusammenstellen, -legen; auch zusammenfügen, -bauen; von dichterischen u. stilistischen Compositionen; συντιϑεὶς γέλων πολύν, verlachend; χὠ συνϑεὶς τάδε, der dies angestiftet; bes. vom Abfassen von Schriftwerken; ὁ συνϑείς, der Schöpfer; absolut, οἱ λογογράφοι συνέϑεσαν, darstellen; τέχνας λόγων, eine Redekunst schreiben. Auch einem etwas anvertrauen, übergeben; (2) συντίϑεμαι, (a) sich etwas zusammenstellen, bes. geistig, wahrnehmen, bemerken, beachten; bes. hören; (b) τινί τι, etwas mit einem festsetzen, verabreden, abschließen; dah pass., ἐλϑόντος τοῠ ξυντεϑέντος χρόνου, als die bestimmte Zeit gekommen; unterhandeln; συνϑέμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους, indem er mit den Freunden wettete; (c) τινί, einem beitreten, beistimmen -
14 ἀποσυντίθημι
ἀπο-συν-τίθημι, das Gegenteil von συντίϑημι -
15 ἐπισυντίθημι
-
16 μετασυντίθημι
μετα-συν-τίθημι, umstellen, anders zusammenstellen u. ordnen -
17 συνανατίθημι
συν-ανα-τίθημι, mit od. zugleich auflegen, weihen -
18 συναποτίθημι
συν-απο-τίθημι, mit od. zugleich weglegen -
19 συνδιατίθημι
συν-δια-τίθημι, mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen -
20 συνεκτίθημι
συν-εκ-τίθημι, mit oder zugleich ausstellen, -setzen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
μετασυντίθημι — (Α) 1. μεταβάλλω τη διάταξη μιας πρότασης, συντάσσω με διαφορετικό τρόπο 2. (το παθ.) μετασυντίθεμαι τοποθετούμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν τίθημι «συνθέτω»] … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θην — θήν (Α) (επικ. και δωρ. εγκλιτ. μόριο, σπάν. στους τραγ.) 1. (συν. ειρων.) τώρα βεβαίως, τώρα δα λοιπόν («λείψετέ θην νέας» ώστε τώρα λοιπόν θ αφήσετε τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. (με επίταση) φρ. α) «ἧ θην» πολύ αληθινά, κατ αλήθειαν β) «οὔ θην»… … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek