Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συναντώ

  • 21 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 22 заколодить

    -дит
    ρ.σ. απρόσ. (απλ.) συναντώ (βρίσκω) εμπόδιο.

    Большой русско-греческий словарь > заколодить

  • 23 затруднение

    ουδ.
    δυσχέρεια, δυσκολία, δυσκόλεμα•

    денежные -я οικονομικές δυσκολίες•

    затруднение в дыхании δυσκολία στην αναπνοή•

    непреодолимые -я ανυπέρβλητες δυσκολίες•

    нахожусь в -ии βρίσκομαι σε αμηχανία•

    встречать затруднение συναντώ δυσκολία•

    вывести из -я βγάζω από δύσκολη κατάσταση•

    избавить из -ий βγάζω (απαλάσσω) από τις δυσκολίες•

    создавать -я δημιουργώ εμπόδια, παρεμβάλλω δυσκολίες, δυσκολεύω, δυσχεραίνω.

    Большой русско-греческий словарь > затруднение

  • 24 мель

    -и, προθτ. о -и, на -и θ. η σύρτη•

    сесть на мель εξοκέλλω, προσαράζω, καθίζω, πέφτω έξω•

    сняться с -и ξεκαθίζω, εκκαθίζω.

    εκφρ.
    сесть на мель – συναντώ δυσκολίες•
    сидеть (как рак) на -и – τα βρίσκω μπαστούνια (σκούρα)•
    посадить кого на мель – φέρνω κάποιον σε δυσχερή θέση.

    Большой русско-греческий словарь > мель

  • 25 набрести

    -бреду, -бредшь, παρλθ. χρ. набрл
    -брела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. набрд-ший
    ρ.σ.
    1. (περιφερόμενος, περιπλανόμενος) πέφτω επάνω, συναντώ, βρίσκομαι αντιμέτωπος-- на след πέφτω στα ίχνη•

    охотник -л в лесу на медведь ο κυνηγός στο δάσος συνάντησε αρκούδα.

    || μτφ. τυχαία εφευρίσκω, ανακαλύπτω, συλλαμβάνω με το νου.
    2. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι•

    -ло много народу συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > набрести

  • 26 наглядеть

    -яжу, -ядишь ρ.σ.μ. (απλ.) βλέπω, θεωρώ καλά.
    1. βλέπω, κοιτάζω πολύ, παρακοιτάζω, χορταίνω να βλέπω•

    -лся я на их страдания είδα πολύ καλά τα βάσανα τους•

    они не могут досыта наглядеть на природу αυτοί δε χορταίνουν να•

    ио ιτάζουν (θαυμάζουν) τη φύση.

    2. γνωρίζω, συναντώ πολλά (στη ζωή, δράση)

    Большой русско-греческий словарь > наглядеть

  • 27 наехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. προσκρούω κατά τη διαδρομή, επιπίπτω, πέφτω πάνω•

    автомобиль -ал на прохожего το αυτοκίνητο πάτησε το διαβάτη•

    наехать на камень προσκρούω στην πέτρα.

    || συναντώ στη διαδρομή.
    2. καταφτάνω•

    -ло много гостей ήρθαν πολλοί μουσαφιρέοι•

    -ла полиция κατέφτασε η αστυνομία.

    3. (απλ.) έρχομαι ξαφνικά, απρόοπτα.

    Большой русско-греческий словарь > наехать

  • 28 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 29 налететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•

    автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.

    || μτφ. συναντώ, τρακάρω•

    налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.

    2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.
    3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.
    4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.
    5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).
    6. εισβάλλω, πέφτω•

    на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.

    7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.

    || συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ.

    Большой русско-греческий словарь > налететь

  • 30 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 31 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 32 отскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, τινάζομαι, (ξε)πετάγομαι•

    отскочить назад πετάγομαι πίσω•

    отскочить в сторону πετάγομαι στην άκρη (στο πλάι)•

    мяч -ил от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε πίσω.

    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι απότομα•

    пуговица -ла το κουμπί κόπηκε απότομα.

    3. συναντώ άρνηση, δε βρίσκω απήχηση•

    все благоразумные доводы от него -ли όλα τα λογικά επιχειρήματα δε βρήκαν καμιά απήχηση σ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > отскочить

  • 33 перехватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, σταματώ, κρατώ• παίρνω•

    я -ил его по дороге τον έπιασα στο δρόμο (ενώ βάδιζε)•

    перехватить мяч παίρνω (από άλλον) την ποδόσφαιρα•

    перехватить письмо πιάνω γράμμα (επιστολή).

    || πέφτω επάνω, συναντώ. || καταλαβαίνω, κυριεύω•

    перехватить дорогу καταλαβαίνω την οδό.

    2. αρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω. || περιζώνω, περιδένω. || μτφ. διακόπτω, κόβω εμποδίζω.
    3. σταματώ, κόβω•

    у него -ло дыхание αυτού του πιάστηκε η αναπνοή.

    4. (απλ.) σφάζω.
    5. τσιμπώ, τρώγω πρόχειρα.
    6. δανείζομαι για λίγες μέρες.
    7. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, το παρακάνω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι.
    εκφρ.
    перехватить через край – το παρακάνω, (πράττω κάτι άτοπο).
    πιάνομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перехватить

  • 34 повидать

    ρ.σ.μ.
    1. βλέπω πολλά. || υποφέρω, τραβώ πολλά.
    2. συναντώ, ανταμώνω, βλέπω.
    βλέπομαι, συναντιέμαι, ανταμώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > повидать

  • 35 повстречать

    ρ.σ. συναντώ, ανταμώνω.
    συναντιέμαι, ανταμώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > повстречать

  • 36 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 37 пристигнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пристиг, -ла, -ло
    ρ.σ.μ. παλ. βρίσκω, πετυχαίνω, λαχαίνω, συμπτωματικά συναντώ.

    Большой русско-греческий словарь > пристигнуть

  • 38 сопротивление

    ουδ.
    1. αντίσταση•

    сопротивление противника η αντίσταση του αντίπαλου•

    сопротивление организма ядам η αντίδραση του οργανισμού στα δηλητήρια•

    электрическое сопротивление ηλεκτρική αντίσταση•

    движение национальниго -я το κίνημα εθνικής αντίστασης•

    оказывать сопротивление προβάλλω αντίσταση•

    встречать сопротивление συναντώ αντίσταση•

    без -я χωρίς αντίσταση•

    сломить сопротивление врага σπάζω την αντίσταση του εχθρού.

    2. εναντίωση• αντίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > сопротивление

  • 39 споткнуться

    -нусь, -ншься ρ.σ.
    1. σκοντάφτω, προσκόπτω, προσκρούω.
    2. μτφ. συναντώ δυσκολία.
    3. κάνω (διαπράττω) λάθος (στη ζωή).

    Большой русско-греческий словарь > споткнуться

  • 40 столкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. столкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σπρώχνω, ωθώ•

    столкнуть лодку в воду σπρώχνω τη βάρκα στο νερό•

    столкнуть кого-л. с лестницы σπρώχνω (ρίχνω κάτω) κάποιον από τη σκάλα.

    || σπρώχνω ελαφρά, σκουντώ.
    2. συγκρούω, χτυπώ•

    столкнуть бильярдные шары χτυπώ τις σφαίρες του μπιλιάρδου.

    || μτφ. φέρω σε σύγκρουση, σε αντίθεση.
    3. μτφ. φέρω σε επαφή, γνωρίζω•

    столкнуть с жизнью γνωρίζω με τη ζωή•

    столкнуть с трудностями γνωρίζω με τις δυσκολίες.

    1. συγκρούομαι•

    льдины -лись οι ογκόπαγοι συγκρούστηκαν.

    || μτφ. έρχομαι σε σύγκρουση, σε αντίθεση.
    2. τρακάρω, συναντιέμαι απρόοπτα, πέφτω επάνω. || συναντιέμαι, γνωρίζομαι (για πρώτη φορά)•

    столкнуть с трудностями συναντώ για πρώτη φορά δυσκολίες•

    вражеские военные корабли -лись τα εχθρικά πολεμικά καράβια συγκρούστηκαν.

    3. συρρέω, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > столкнуть

См. также в других словарях:

  • συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… …   Dictionary of Greek

  • συναντώ — συναντάω / συναντώ (παρατατ. συνήθως ούσα), συνάντησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναντώ — συνάντησα, συναντήθηκα 1. βρίσκω κάποιον κάπου, ανταμώνω με κάποιον: Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο. 2. αντιμετωπίζω αντίπαλο: Θα συναντηθεί την Κυριακή με έναν ισχυρό αντίπαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναντῶ — συναντάω meet face to face pres imperat mp 2nd sg συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • συνάντομαι — ΜΑ (ποιητ. τ.) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) συναντώ αρχ. (ειδικά) συναντώ σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄντομαι «συναντώ με φιλική ή εχθρική διάθεση»] …   Dictionary of Greek

  • αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… …   Dictionary of Greek

  • απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… …   Dictionary of Greek

  • δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»