Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συγκρατιέμαι

  • 21 совладать

    [σαβλαντάτ"] ρ συγκρατιέμαι

    Русско-эллинский словарь > совладать

  • 22 утерпеть

    [ουτιρπιέτ'] ρ συγκρατιέμαι

    Русско-эллинский словарь > утерпеть

  • 23 воздержать

    -ржу, -ержишь, ρ.σ.μ. παλ. συγκρατώ (από κάποια ενέργεια).
    συγκρατιέμαι• απέχω, αποφεύγω•

    воздержать от спиртных напитков απέχω από τα οινοπνευματώδη ποτά, αποφεύγω τα πιοτά.

    || συγκρατώ (πάθος, αισθήματα)•

    воздержать от гневы συγκρατώ το θυμό.

    || απέχω, ψηφίζω λευκό, κρατώ ουδετερότητα•

    -лись трое δεν ψήφισαν(ή ψήφισαν λευκό)τρεις.

    Большой русско-греческий словарь > воздержать

  • 24 вытерпеть

    -шлю, -пишь
    ρ.σ.μ.
    υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ, κρατώ•

    вытерпеть боль βαστώ τον πόνο.

    || συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > вытерпеть

  • 25 крепить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. креплённый, βρ: -лён, -лена, -лено
    ρ.δ. μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω• συνδέω γερά• δένω στέρεα.
    2. (ναυτ.) μαζεύω τα πανιά.
    3. ενισχύω, δυναμώνω•

    крепить оборону своего отечества ενισχύω την άμυνα της πατρίδας μου.

    || παλ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, δίνω ζωντάνια.
    4. προξενώ, προκαλώ δυσκοιλιότητα.
    συγκρατιέμαι. || κάνω κουράγιο στον εαυτό μου. || στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2,3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > крепить

  • 26 овладеть

    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•

    овладеть городом κυριεύω την πόλη•

    овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.

    2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•

    овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.

    3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•

    овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•

    овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.

    4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•

    им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•

    отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.

    5. αφομοιώνω•

    овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.

    εκφρ.
    овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > овладеть

  • 27 одолеть

    ρ.σ.μ.
    1. υπερνικώ υπερισχύω.
    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) υπερβάλλω, υπερβαίνω.
    3. υπερέχω, υπερτερώ ξεπερνώ.
    4. με κυριεύει, με πιάνει•

    лень меня -ла μ έπιασε η τεμπελιά.

    5. μτφ. ενοχλώ, δεν αφήνω σε ησυχία•

    мухи -ли οι μύγες δε μ άφησαν σε ησυχία.

    εκφρ.
    - себя – συγκρατιέμαι, επιβάλλομαι στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > одолеть

  • 28 осаживать

    ρ.δ.
    βλ. осадить 2.
    κατακάθομαι, κατακαθίζω.
    ρ.δ.
    βλ. осадить 2
    αναχαιτίζομαι, συγκρατιέμαι. || σταματώ απότομα. || πισωδρομώ υποχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > осаживать

  • 29 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 30 пересилить

    ρ.σ.μ. υπερισχύω, ξεπερνώ στη δύναμη• κατανικώ, καταβάλλω. || μτφ. υπερνικώ συγκρατώ καταπνίγω•

    пересилить себя συγκρατώ τον εαυτό μου, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > пересилить

  • 31 придерживать

    ρ.δ.
    βλ. придержать.
    1. συγκρατιέμαι, κρατιέμαι λίγο, ελαφρά•

    придерживать за перила κρατιέμαι, λίγο απ ο τα κάγκελα.

    2. ακολουθώ, βαδίζω σύμφωνα με• κρατώ•

    придерживать твр-дых принципов ακολουθώ σταθερές αρχές.

    || έχω συνήθεια, κλίση, πάθος• μου-αρέσει, αγαπώ•

    он -ается рюмочки αυτός αγαπάει λίγο το πιοτί.

    Большой русско-греческий словарь > придерживать

  • 32 приудерживать

    ρ.δ.
    βλ. приудержать.
    συγκρατιέμαι, περιορίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приудерживать

  • 33 справить

    ρ.σ.μ.
    1. γιορτάζω•

    справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•

    справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•

    справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.

    2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,
    3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.
    4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.
    5. διορθώνω, επισκευάζω.
    1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•

    тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.
    3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.
    εκφρ.
    не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > справить

  • 34 укротить

    укрощу, укротишь,
    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрощенный, βρ: -щён, -щена -ό ρ.σ.μ.
    1. εξημερώνω• δαμάζω, τιθασεύω•

    укротить тигра εξημερώνω την τίγρη.

    2. μτφ. συγκρατώ, υποτάσσω•

    укротить гнев δαμάζω το θυμό.

    1. εξημερώνομαι.
    2. συγκρατιέμαι•

    гнев -лся ο θυμός συγκρατήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > укротить

  • 35 язык

    α.
    1. η γλώσσα•

    коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•

    лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.

    || (φαγητό)•

    -и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.

    2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•

    древние -и οι αρχαίες γλώσσες•

    русский язык η ρωσική γλώσσα•

    греческий язык η ελληνική γλώσσα•

    литературный язык η φιλολογική γλώσσα•

    поэтический язык η ποιητική γλώσσα•

    народный язык η δημοτική γλώσσα•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.

    3.πλθ. λαοί, λαάτητες.
    4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.
    5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•

    огненные -и πύρινες γλώσσες•

    язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.

    εκφρ.
    язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•
    язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•
    язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•
    язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•
    держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•
    у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•
    язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•
    чесать -омβλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•
    это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•
    язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > язык

См. также в других словарях:

  • συγκρατιέμαι — συγκρατιέμαι, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. συγκρατούμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… …   Dictionary of Greek

  • απέχω — (AM ἀπέχω) 1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι 2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι ||| αρχ. μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατής αρχ. 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω 2. χωρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατούμαι — συγκρατούμαι, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. συγκρατιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκρατώ — συγκράτησα, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος 1. στηρίζω, κρατώ: Τα δέντρα συγκράτησαν το αυτοκίνητο που έπεφτε στη χαράδρα. 2. παρεμποδίζω, αναχαιτίζω: Συγκράτησε με δυσκολία τους στρατιώτες του που φλέγονταν από το ζήλο της μάχης. 3. χαλιναγωγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»