-
61 накрывать
[νακρυβάτ'] ρ στρώνω, σκεπάζω, καλύπτω -
62 накрывать
[νακρυβάτ'] ρ στρώνω, σκεπάζω, καλύπτω -
63 стелить
[σπλίτ"] ρ στρώνω -
64 выкатать
ρ.σ.μ.1. ομαλύνω, ισιάζω, στρώνω.2. κυλώ•выкатать кого–нибудь в снеге κυλώ κάποιον στο χιόνι.
3. (διαλκ.) πληρώνομαι για τη μεταφορά.1. ομαλύνομαι, ισιώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).2. ρ.σ.μ. (απλ.) κυλώ προς τα έξω. -
65 выложить
-жу, -жишь ρ.σ.μ.1. βγάζω και τοποθετώ, εκθέτω•выложить вещи из чемодана βγάζω τα πράγματα από τη βαλίτσα και τα τοποθετώ•
выложить товар εκθέτω το εμπόρευμα.
2. μτφ. εκμυστηρεύομαι, ανακοινώνω.3. στρώνω, καλύπτω•пол выложен цветными плитками το πάτωμα στρώθηκε με έγχρωμα πλακάκια.
|| παλ. διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω (ύφασμα).4. (διαλκ.) ευνουχίζω. -
66 выровнять
ρ.σ.μ.1. ισιώνω, ισιάζω, ισοπεδώνω, ομαλύνω.2. ευθυγραμμίζω•выровнять шеренгу ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό.
εκφρ.выровнять шаги – συμβαδίζω, πηγαίνω το ίδιο βήμα.1. ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι.2. ευθυγραμμίζομαι.3. (στρατ.) ζυγίζομαι.4. αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. || εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω•характер -лся ο χαρακτήρας έστρωσε.
-
67 выстлать
-стелю, -стелешьρ.σ.μ.στρώνω, επιστρώνω, σκεπάζω, καλύπτω. -
68 забеседоваться
ρ.σ. πιάνω την κουβέντα,το στήνω (στρώνω) στην κουβέντα. -
69 запрячь
κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягшиρ.σ.μ.1. ζεύω•запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.
2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.
καταπιάνομαι με βαριά δουλειά. -
70 засадить
-сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. φυτεύω•засадить плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρποφόρα δέντρα.
2. εγκλείω, κλείνω μέσα, φυλακίζω•-ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή.
3. αναγκάζω, υποχρεώνω•засадить за работу στρώνω στη δουλειά.
4. χώνω, μπήγω• - топор в бревно μπήγω το τσεκούρι στο κούτσουρο. -
71 защебенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защебенённый, βρ: -нён, -нена, -неноχαλικώνω, στρώνω με χαλίκια. -
72 изостлать
-телб, -тлешьρ.σ.μ.στρώνω, καλύπτω εντελώς. -
73 клеить
клею, клеишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеенный, ор; клеен, -а, -оρ.δ. μ. κολλώ, συγκολλώ•клеить конверт κολλώ το φάκελλο•
клеить стул κολλώ το κάθισμα.
κολλώ•от смолы пальцы -ятся από το ρετσίνι κολλάν τα δάχτυλα.
|| μτφ. μπαίνω σε ρέγουλα, στρώνω•работа опить не -ится η δουλειά πάλι δε στρώνει•
их разговор не -ится η κουβέντα τους δεν ταιριάζει•
дело не -ится η υπόθεση δε συμβιβάζεται.
-
74 лад
-а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы α.1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•жить в -у ζω αρμονικά•
быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.
2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•на все -ы κατ όλους τους τρόπους•
на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.
3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).6. σκαρί ζώων.εκφρ.не в -у ή не в -ах (жить, быть – κ.τ.τ.) σε διχόνοια•идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•ни складу ни -у – ασυναρτησίες. -
75 мостить
мощу, мостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мощённый, βρ: -щён, -а-όρ.δ.μ.1. λιθοστρώνω, πλακοστρώνω• σκυροστρώνω.2. σανιδώνω, πατώνω γέφυρα.3. (διαλκ.) υποθέτω, βάζω (στρώνω) υπό.1. τακτοποιούμαι, τοποθετούμαι, βολεύομαι.2. λιθοστρώνομαι κλπ..ρ•ρ ενεργ. φ. -
76 нагачивать
-
77 накатать
ρ.σ.μ.1. βλ. катать (1 σημ.).2. κατασκευάζω, φτιάχνω.3. (για δρόμο) στρώνω, πατώ• κυλινδρώ.4. γράφω ή σχεδιάζω στα γρήγορα.5. περιτυλίγω.6. κυλώ (με όργανο).γλιστρώ, παίζω, κάνω βόλτες•накатать на коньках γλιστρώ πολΰ με τα παγίιπέδιλα•
накатать с гор γλιστρώ πολύ στην κατηφοριά.
-
78 накрыть
-рою, -роешь ρ.σ.μ.1. (επι)καλύπτω, σκεπάζω•накрыть лицо платком σκεπάζω το πρόσωπο με το μαντήλι•
накрыть стол скатертью στρώνω το τραπέζι.
|| καλύπτω ολοσχερώς.2. συλλαμβάνω, πιάνω ξαφνικά, απρόοπτα, επιτόπου.3. βάλλω ακριβώς στο στόχο, βουλώνω.εκφρ.накрыть завтрак, обед, ужин ή накрыть завтракать, обедать, ужинать – ετοιμάζω το πρόγευμα,το γεύμα, το δείπνο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι• ρίχνω επάνω. || παλ. σκεπάζω το κεφάλι, φορώ καπέλο.(προστκ.) накройсь καπελώσου (παράγγελμα στον τσαρικό στρατό). -
79 наладить
-лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•
наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.
2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•-лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.
-
80 намостить
-ощу, -остишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.βλ. мостить.(διαλκ.) στρώνω με σαν ίδια ή κορμούς δέντρων.
См. также в других словарях:
στρώνω — στρώνω, έστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] … Dictionary of Greek
ανθοστρώνω — στρώνω με άνθη, ραίνω με άφθονα άνθη … Dictionary of Greek
ξαναστρώνω — στρώνω πάλι … Dictionary of Greek
συστρώννυμι — και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α 1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.) 2. (κατ επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.) αρχ. στρώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* +… … Dictionary of Greek
υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» … Dictionary of Greek
διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο … Dictionary of Greek
επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω … Dictionary of Greek
καλοστρώνω — 1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια 2. καλύπτω κάτι εντελώς 3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι») 4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι») 5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν… … Dictionary of Greek