Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στρώνω

  • 61 накрывать

    [νακρυβάτ'] ρ στρώνω, σκεπάζω, καλύπτω

    Русско-эллинский словарь > накрывать

  • 62 накрывать

    [νακρυβάτ'] ρ στρώνω, σκεπάζω, καλύπτω

    Русско-эллинский словарь > накрывать

  • 63 стелить

    [σπλίτ"] ρ στρώνω

    Русско-эллинский словарь > стелить

  • 64 выкатать

    ρ.σ.μ.
    1. ομαλύνω, ισιάζω, στρώνω.
    2. κυλώ•

    выкатать кого–нибудь в снеге κυλώ κάποιον στο χιόνι.

    3. (διαλκ.) πληρώνομαι για τη μεταφορά.
    1. ομαλύνομαι, ισιώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).
    2. ρ.σ.μ. (απλ.) κυλώ προς τα έξω.

    Большой русско-греческий словарь > выкатать

  • 65 выложить

    -жу, -жишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω και τοποθετώ, εκθέτω•

    выложить вещи из чемодана βγάζω τα πράγματα από τη βαλίτσα και τα τοποθετώ•

    выложить товар εκθέτω το εμπόρευμα.

    2. μτφ. εκμυστηρεύομαι, ανακοινώνω.
    3. στρώνω, καλύπτω•

    пол выложен цветными плитками το πάτωμα στρώθηκε με έγχρωμα πλακάκια.

    || παλ. διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω (ύφασμα).
    4. (διαλκ.) ευνουχίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выложить

  • 66 выровнять

    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ισοπεδώνω, ομαλύνω.
    2. ευθυγραμμίζω•

    выровнять шеренгу ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό.

    εκφρ.
    выровнять шаги – συμβαδίζω, πηγαίνω το ίδιο βήμα.
    1. ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι.
    2. ευθυγραμμίζομαι.
    3. (στρατ.) ζυγίζομαι.
    4. αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. || εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω•

    характер -лся ο χαρακτήρας έστρωσε.

    Большой русско-греческий словарь > выровнять

  • 67 выстлать

    -стелю, -стелешь
    ρ.σ.μ.
    στρώνω, επιστρώνω, σκεπάζω, καλύπτω.

    Большой русско-греческий словарь > выстлать

  • 68 забеседоваться

    ρ.σ. πιάνω την κουβέντα,το στήνω (στρώνω) στην κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > забеседоваться

  • 69 запрячь

    κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягши
    ρ.σ.μ.
    1. ζεύω•

    запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.

    2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•

    запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.

    καταπιάνομαι με βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > запрячь

  • 70 засадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    засадить плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρποφόρα δέντρα.

    2. εγκλείω, κλείνω μέσα, φυλακίζω•

    -ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή.

    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    засадить за работу στρώνω στη δουλειά.

    4. χώνω, μπήγω• - топор в бревно μπήγω το τσεκούρι στο κούτσουρο.

    Большой русско-греческий словарь > засадить

  • 71 защебенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защебенённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    χαλικώνω, στρώνω με χαλίκια.

    Большой русско-греческий словарь > защебенить

  • 72 изостлать

    -телб, -тлешь
    ρ.σ.μ.
    στρώνω, καλύπτω εντελώς.

    Большой русско-греческий словарь > изостлать

  • 73 клеить

    клею, клеишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеенный, ор; клеен, -а, -о
    ρ.δ. μ. κολλώ, συγκολλώ•

    клеить конверт κολλώ το φάκελλο•

    клеить стул κολλώ το κάθισμα.

    κολλώ•

    от смолы пальцы -ятся από το ρετσίνι κολλάν τα δάχτυλα.

    || μτφ. μπαίνω σε ρέγουλα, στρώνω•

    работа опить не -ится η δουλειά πάλι δε στρώνει•

    их разговор не -ится η κουβέντα τους δεν ταιριάζει•

    дело не -ится η υπόθεση δε συμβιβάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > клеить

  • 74 лад

    -а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ.α.
    1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•

    жить в -у ζω αρμονικά•

    быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.

    2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•

    на все -ы κατ όλους τους τρόπους•

    на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.

    3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.
    4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).
    5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).
    6. σκαρί ζώων.
    εκφρ.
    не в -у ή не в -ах (жить, бытьκ.τ.τ.) σε διχόνοια•
    идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•
    ни складу ни -у – ασυναρτησίες.

    Большой русско-греческий словарь > лад

  • 75 мостить

    мощу, мостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мощённый, βρ: -щён, -а
    ρ.δ.μ.
    1. λιθοστρώνω, πλακοστρώνω• σκυροστρώνω.
    2. σανιδώνω, πατώνω γέφυρα.
    3. (διαλκ.) υποθέτω, βάζω (στρώνω) υπό.
    1. τακτοποιούμαι, τοποθετούμαι, βολεύομαι.
    2. λιθοστρώνομαι κλπ..ρ•ρ ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > мостить

  • 76 нагачивать

    ρ.δ.
    βλ. нагатить.
    στρώνω με κλαδιά, κούτσουρα (βαλτώδες μέρος).

    Большой русско-греческий словарь > нагачивать

  • 77 накатать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. катать (1 σημ.).
    2. κατασκευάζω, φτιάχνω.
    3. (για δρόμο) στρώνω, πατώ• κυλινδρώ.
    4. γράφω ή σχεδιάζω στα γρήγορα.
    5. περιτυλίγω.
    6. κυλώ (με όργανο).
    γλιστρώ, παίζω, κάνω βόλτες•

    накатать на коньках γλιστρώ πολΰ με τα παγίιπέδιλα•

    накатать с гор γλιστρώ πολύ στην κατηφοριά.

    Большой русско-греческий словарь > накатать

  • 78 накрыть

    -рою, -роешь ρ.σ.μ.
    1. (επι)καλύπτω, σκεπάζω•

    накрыть лицо платком σκεπάζω το πρόσωπο με το μαντήλι•

    накрыть стол скатертью στρώνω το τραπέζι.

    || καλύπτω ολοσχερώς.
    2. συλλαμβάνω, πιάνω ξαφνικά, απρόοπτα, επιτόπου.
    3. βάλλω ακριβώς στο στόχο, βουλώνω.
    εκφρ.
    накрыть завтрак, обед, ужин ή накрыть завтракать, обедать, ужинать – ετοιμάζω το πρόγευμα,το γεύμα, το δείπνο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι• ρίχνω επάνω. || παλ. σκεπάζω το κεφάλι, φορώ καπέλο.
    (προστκ.) накройсь καπελώσου (παράγγελμα στον τσαρικό στρατό).

    Большой русско-греческий словарь > накрыть

  • 79 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 80 намостить

    -ощу, -остишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    βλ. мостить.
    (διαλκ.) στρώνω με σαν ίδια ή κορμούς δέντρων.

    Большой русско-греческий словарь > намостить

См. также в других словарях:

  • στρώνω — στρώνω, έστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] …   Dictionary of Greek

  • ανθοστρώνω — στρώνω με άνθη, ραίνω με άφθονα άνθη …   Dictionary of Greek

  • ξαναστρώνω — στρώνω πάλι …   Dictionary of Greek

  • συστρώννυμι — και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α 1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.) 2. (κατ επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.) αρχ. στρώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* +… …   Dictionary of Greek

  • υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» …   Dictionary of Greek

  • διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο …   Dictionary of Greek

  • επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • καλοστρώνω — 1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια 2. καλύπτω κάτι εντελώς 3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι») 4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι») 5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»