-
41 σημαντικωτέρα
σημαντικωτέρᾱ, σημαντικόςsignificant: fem nom /voc /acc comp dualσημαντικωτέρᾱ, σημαντικόςsignificant: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
42 σημαντικών
-
43 σημαντικῶν
-
44 significant
[siɡ'nifikənt]1) (important; having an important effect: a significant event/development.) σημαντικός2) (having a special meaning; meaningful: a significant look/smile.) βαρυσήμαντος,σπουδαίος3) (considerable; marked: There was no significant change in the patient's condition; There was a significant drop in the number of road accidents last year.) σημαντικός,αξιοσημείωτος -
45 невесть
επίρ. (απλ.)1. άγνωστο• ακατανόητο•невесть кто άγνωστο ποιος.
2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•невесть кто πολύ σημαντικός•
невесть что πολύ σημαντικό•
невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•
невесть сколько πάρα πολύ.
-
46 солидный
επ.-ден, -дна, -дно.1. στέρεος, γερός, ακλόνητος• πάγιος• σταθερός.2. σοβαρός, σπουδαίος• εμβριθής. || σημαντικός, σημαίνων.3. εύρωστος, ρωμαλέος• στιβαρός.4. μεσήλικος, μεσόκοπος•человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας•
солидный возраст η μέση ηλικία.
5. σημαντικός, υπολογίσιμος• σεβαστός•-ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων.
-
47 semanticus
sēmanticus, a, um (σημαντικός), bezeichnende Kraft habend (rein lat. significativus), Mart. Cap. 9. § 985 u. § 988.
-
48 significativus
sīgnificātīvus, a, um (significo) = (σημαντικός, bezeichnende Kraft habend, zur Bezeichnung einer Sache dienend, res (Plur.), Augustin. in pentat. 2, 124: sanguis, Augustin. de civ. dei 14, 32, 1: mit Genet., ut ea appellatio certi significativa sit, Ulp. dig. 45, 1, 75. § 2: haec enuntiatio... simul et quantitatis et aestimationis significativa est, Paul. dig. 50, 16, 282: verbum et agendi vel patiendi significativum, Prisc. 8, 1: το SIC est significativum languoris cuiusdam et lentitudinis, Donat. Ter. Andr. 4, 5, 9.
-
49 φωνή
φωνή, ἡ, Laut, Ton, immer von lebenden Wesen, gew. von Menschen, Stimme, Rede; oft bei Hom., Hes. u. Folgdn; bes. laute, deutliche Stimme, Schlachtruf, Il. 14, 400. 15, 686. 18, 219; von Thieren, von Schweinen, Hunden, Rindern, Od. 10, 239. 12, 86. 396 (Her. 4, 129); von der Nachtigall 19, 521, Gesang; von der Schwalbe Anacr. 9, 9; vgl. Arist. H. A. 4, 9 λόγου κοινωνεῖ ὁ ἄνϑρωπος, τὰ δ' ἄλλα φωνῆς; de anim. 2, 8 erkl. ψόφος ἐμψυχίου σημαντικός; u. sonst, der artikulirte Laut im Ggstz des unartikulirten, ψόφος, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 155; doch auch κερκίδων, Soph. Ir. 522, συρίγγων, Eur. Tr. 127; – gewöhnlich die Sprache; Her. 4, 117, der verbindet φωνὴν ἱέναι, 2, 2; ὁ παῖς ἄφωνος ὑπὸ δέους καὶ κακοῦ ἔῤῥηξε φωνήν 1, 85; τἡν φωνὴν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαϑεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον 4, 114; αὐδάξασϑαι φωνῇ ἀνϑρωπηΐῃ 2, 55; προςέννεπε φωνᾷ Pind. P. 9, 30, u. oft; εἴϑ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Aesch. Ch. 193; ἀγνῶτα βάρβαρον κεκτημένη Ag. 1021; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Ch. 556; εἰ φωνὴν λάβοι, wenn er sprechen könnte, Soph. El. 538; Eur, oft, φωνὴν ἥσει χϑών Herc. F. 1295; μαλακή Ar. Nubb. 966, μιαρά Equ. 218, ἀναιδής 636; ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 d; τῇ φωνῇ μέγα λέγων Prot. 310 b; ἐν φωνῇ βαρβάρῳ τεϑραμμένος 341 c, u. oft, wie Folgde; im plur., φωναί, Geschrei, Xen. Cyr. 1, 2,3; οἵας τότ' ἠφίει Φίλιππος φωνάς Dem. 18, 218; ὁ παρὼν καιρὸς μονονουχὶ λέγει φωνὴν ἀφιείς 1, 2. – Bei den Stoikern der bloße Laut im Ggstz zur λέξις.
-
50 ἀ-σήμαντος
ἀ-σήμαντος, 1) ohne Gebieter, unbeschützt, μῆλα Il. 10, 485; nicht bezeichnet, ohne Kennzeichen, τινός, Plat. Phaedr. 250 c. – 2) akt., nichts bezeichnend, Ggstz σημαντικός, D. L. 7, 57.
-
51 προσημαντικος
-
52 знаменательный
знаменательный σημαντι κός* \знаменательныйая дата η σημαντική ημερομηνία* * *знамена́тельная да́та — η σημαντική ημερομηνία
-
53 большой
больш||ойприл1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):\большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):\большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:\большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων4. (взрослый) μεγάλος:он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος. -
54 важный
важныйприл1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:\важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:\важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο. -
55 веский
вескийприл σοβαρός, σημαντικός, βαρυσήμαντος:\веский аргумент σοβαρό ἐπιχείρημα. -
56 веха
вех||аж1. τό ὁρόσημο, τό ὀροθέσιο, τό σύνορο:ставить \вехаи ὀροσημαίνω, βάζω ὀρόσημα·2. перен ὁ σταθμός, τό ὁρόσημο:важная \веха в истории σημαντικός σταθμός στήν ἰστορία· ◊ смена вех ἡ ἀλλαγή κατεύθυνσης, ἡ ἀλλαγή προσανατολισμού. -
57 знамеиательный
знамеиательн||ыйприл σημαντικός, ἀξιοσημείωτος:\знамеиательныйые события τά σημαντικά γεγονότα· \знамеиательныйая да́та ἡ (στορική ἐπέτειος. -
58 изрядный
изрядн||ыйприл πολύς, σημαντικός, ἀρκετά μεγάλος:\изрядныйая су́мма σημαντικό (ΐοσό· \изрядныйое расстояние ἀρκετά μεγάλη ἀπόσταση. -
59 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
60 немаловажный
немаловажныйприл σπουδαίος, σημαντικός:\немаловажный довод σημαντικό ἐπιχείρημα
См. также в других словарях:
σημαντικός — significant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικός — ή, ό / σημαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [σημαίνω] αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ. γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας»,… … Dictionary of Greek
σημαντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που σημαίνει κάτι, που δηλώνει κάτι: Ρήματα κινήσεως σημαντικά. 2. σπουδαίος, αξιόλογος: Πέτυχε σημαντική νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαντικά — σημαντικός significant neut nom/voc/acc pl σημαντικά̱ , σημαντικός significant fem nom/voc/acc dual σημαντικά̱ , σημαντικός significant fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικώτερον — σημαντικός significant adverbial comp σημαντικός significant masc acc comp sg σημαντικός significant neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικῶν — σημαντικός significant fem gen pl σημαντικός significant masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικόν — σημαντικός significant masc acc sg σημαντικός significant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικώτατα — σημαντικός significant adverbial superl σημαντικός significant neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικώτατον — σημαντικός significant masc acc superl sg σημαντικός significant neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικαῖς — σημαντικός significant fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικαί — σημαντικός significant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)