-
1 σάρκα
σάρκα ηплоть, см. σαρξ -
2 σάρκα
σάρξflesh: fem acc sgσάρκᾱ, σαρκάωpres imperat act 2nd sgσάρκᾱ, σαρκάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 σάρκα
η плоть (тж. перен.); тело;παίρνω σάρκα και οστά — обретать плоть и кровь
-
4 σάρκα
плотиплотьΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σάρκα
-
5 σάρκα
[сарка] ουσ. Θ. плоть, тело.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σάρκα
-
6 σάρκα
[сарпа] ουσ. Θ. шарф,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σάρκα
-
7 σάρκα
[сарка] ουσ θ плоть, тело. -
8 σάρκα
[сарпа] ουσ θ шарф. -
9 σάρκα
меcоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σάρκα
-
10 σάρκα
chair -
11 σάρκα
1) ciało (n) rzecz.2) miąższ (m) rzecz.3) mięso (n) rzecz. -
12 σάρκα
1) dužina2) maso3) tělesnost4) tělo -
13 σάρκα
1) flesh2) meatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σάρκα
-
14 Σάρκα και οστά
• Плоть и кровьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σάρκα και οστά
-
15 dužina
σάρκα -
16 tělesnost
σάρκα -
17 flesh
σάρκα -
18 miąższ
σάρκα -
19 σαρκάσας
σαρκά̱σᾱς, σαρκάωpres part act fem acc pl (doric)σαρκά̱σᾱς, σαρκάωpres part act fem gen sg (doric)σαρκά̱σᾱς, σαρκάωaor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)σαρκά̱σᾱς, σαρκάζωtear fiesh like dogs: fut part act fem acc pl (doric)σαρκά̱σᾱς, σαρκάζωtear fiesh like dogs: fut part act fem gen sg (doric)σαρκάσᾱς, σαρκάζωtear fiesh like dogs: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
20 σάρκ'
σάρκα, σάρξflesh: fem acc sgσάρκε, σάρξflesh: fem nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
σάρκα — σάρξ flesh fem acc sg σάρκᾱ , σαρκάω pres imperat act 2nd sg σάρκᾱ , σαρκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η 1. μυώδες μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, κρέας: Το λιοντάρι έσχιζε τις σάρκες του θύματός του με τα νύχια του. 2. φαγώσιμα μέρη των καρπών: Σάρκα της ελιάς. 3. μτφ., το υλικό σώμα μας σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρκάσας — σαρκά̱σᾱς , σαρκάω pres part act fem acc pl (doric) σαρκά̱σᾱς , σαρκάω pres part act fem gen sg (doric) σαρκά̱σᾱς , σαρκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) σαρκά̱σᾱς , σαρκάζω tear fiesh like dogs fut part act fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκ' — σάρκα , σάρξ flesh fem acc sg σάρκε , σάρξ flesh fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek