Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέτρας

  • 1 πετράς

    πετράς
    fourth day: fem nom sg

    Morphologia Graeca > πετράς

  • 2 πετράς

    πετράς, άδος, ἁ, [dialect] Boeot. for τετράς,
    A fourth day of the month, IG7.506.1 (Tanagra, iii B. C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετράς

  • 3 Πέτρας

    Πέτρᾱς, Πέτρη
    rock: fem acc pl
    Πέτρᾱς, Πέτρη
    rock: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Πέτρας

  • 4 πέτρας

    πέτρᾱς, πέτρα
    rock: fem acc pl
    πέτρᾱς, πέτρα
    rock: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > πέτρας

  • 5 πετρά

    πετράς
    fourth day: fem voc sg

    Morphologia Graeca > πετρά

  • 6 πετράσι

    πετράς
    fourth day: fem dat pl

    Morphologia Graeca > πετράσι

  • 7 πέτρα

    πέτρα, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] πέτρη, ,
    A rock; freq. of cliffs, ledges, etc. by the sea,

    λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη Od.3.293

    , cf. 4.501, etc.; χῶρος λεῖος πετράων free from rocks, of a beach, 5.443 ;

    π. ἠλίβατος.. ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα Il.15.618

    , etc.; χοιρὰς π. Pi.P.10.52; also, rocky peak or ridge, αἰγίλιψ π. Il.9.15, etc.;

    ἠλίβατος 16.35

    , etc.; λιττὰς π. Corinn.Supp.1.30, cf.A.Supp. 796 (lyr.); π. Λενκάς, 'ωλενίη, etc., Od.24.11, Il.11.757, etc.; π. σύνδρομοι, Συμπληγάδες, Pi.P.4.209, E.Med. 1264(lyr.); πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις, of Caucasus, A.Pr.4, cf. 31, 56, al.; π. Δελφίς, π. δίλοφος, of Parnassus, S.OT 464(lyr.), Ant. 1126(lyr.);

    π. Κωρυκίς A.Eu.22

    ; π. Κεκροπία, of the Acropolis, E. Ion 936.
    2 π. γλαφυρή a hollow rock, i.e. a cave, Il.2.88, cf. 4.107; σπέος κοιλῇ ὑπὸ π. Hes. Th. 301; δίστομος π. cave in the rock with a double entrance, S.Ph.16, cf. 937; κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ π. Pl.Criti. 116b;

    π. ἀντρώδης X.An.4.3.11

    ;

    τόπος κύκλῳ πέτραις περιεχόμενος IG42(1).122.21

    (Epid.); ἕως τῆς π. down to virgin rock, PCair.Zen.172.14 (iii B.C.), OGI672 (Egypt, i A. D.), cf. Ev.Matt.16.18.
    3 mass of rock or boulder, Od.9.243, 484, Hes.Th. 675 ;

    πέτρας κυλινδομένα φλόξ Pi.P.1.23

    ;

    ἐκυλίνδουν πέτρας X.An.4.2.20

    , cf. Plb.3.53.4.
    4 stone as material, π. λαρτία, Τηΐα, SIG581.97 (Crete, iii/ii B. C.), 996.13 (Smyrna, i A. D.): distd. from πέτρος (q. v.), which is v.l. in X.l.c.; πέτρᾳ shd. be read in S.Ph. 272 ; the distn. is minimized by Gal.12.194.
    II prov., οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, etc. (v. δρῦς); as a symbol of firmness,

    ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε π. ἔμπεδον Od.17.463

    ; of hard-heartedness,

    ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244

    ;

    ἁλίαν π. ἢ κῦμα λιταῖς ὢς ἱκετεύων E.Andr. 537

    (anap.); cf.

    πέτρος 1.2

    . (Written πε-τε-ρα in a text with musical accompaniment, Pae.Delph.5.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτρα

  • 8 πέτρα

    πέτρα (-ας, -αν; -αι, -ᾶν, -αιςι), - ας.)
    1 rock

    ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.23

    συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.15

    ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73

    ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.

    ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98

    ] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ... πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325.

    Lexicon to Pindar > πέτρα

  • 9 ᾤα

    ᾤα (A), ,
    A = μηλωτή, sheepskin, Hermipp.57 (anap.), cf. Poll.10.181, Hsch.;

    στέγασμα, εἴ τι βόλεστε, ἀποπέμψαι ἢ ὤας ἢ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς SIG1259

    (Athens, iv B. C.).
    2 garment of this material, a sort of drawers or apron, used by bathers,

    περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Theopomp.Com.37

    ; ᾤαν λούμενος (Bentl. for λουμένῳ)

    προζώννυται Pherecr.62

    ; worn at certain sacred rites, Hermipp.53 (anap.).
    II = ὄα (B).1, border or fringe of a garment, = τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου, Ar. ap. Lex.Mess. p.411 (σὺν τῷ ῑ, but Phot. and Eust. cite (Fr. 228) the same play for ὀαὶ τῶν ἱματίων)

    ; τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος LXXPs.132(133).2

    , cf. Gal.18(1).776, dub. cj. in Aen.Tact.31.23 (bis);

    ᾤαν ἔχον κύκλῳ τοῦ περιστομίου, ἔργον ὑφάντου, ἵνα μὴ ῥαγῇ LXXEx.28.28

    , cf. 36.31; Eust. speaks of the χρυσῆ ᾤα of Odysseus, 1828.53.
    2 generally, edge,

    ἐς τὰν ἄνω ὠίαν τᾶς πέτρας GDI5075.59

    ([place name] Crete);

    ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον Longus 1.4

    ; τὰν βωίαν (i. e. ϝωίαν)

    Ὀρυκόππαν GDI5024

    A 24 ([place name] Crete); στεφάνυσι [δέ] ἑκατ' ὤιαν ἐκόσμιον summit, dub. in Corinn.Supp.1.26.—Gramm. vary in spelling,

    ὄα Poll.7.62

    , Hdn.Gr.2.271; ὄα and

    ᾤα Hsch.

    ;

    ᾦα Theognost.Can.106

    ;

    ὦα Eust.

    (v. supr.), quoting Ael.Dion.Fr. 266 (whose lexicon gave both ὄα and ᾦα ) and an anonymous lexicon which gave ὀαὶ ἱματίων (ὀξυτόνως καὶ συνεσταλμένως, = Ar.Fr. 228): SIG1259 (v. supr.) is by a half-educated writer: Eust. considers ᾤα to be [var] contr. from οἰέη or ὀΐα, 877.53, 1828.51.
    ------------------------------------
    ὤα (B),
    A v. ὠβά, cf. οἴη (A).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ᾤα

  • 10 ἄγκυρα

    ἄγκῡρα (-αν; -αι, -ας.)
    1 anchor

    ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101

    ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν.” P. 4.24

    ἐπεὶ δἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν P. 4.192

    κώπαν σχάσον, ταχὺ δἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.51

    met.,

    ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13

    Lexicon to Pindar > ἄγκυρα

  • 11 ἄλκαρ

    1 defence, protection

    ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52

    Lexicon to Pindar > ἄλκαρ

  • 12 ἐς

    ἐς, εἰς, ἐν (following noun governed, P. 4.44, P. 6.4, P. 9.55, I. 7.41 fr. 162, ?fr. 333a. 8.)
    1
    a to, towards, into.
    I generally, lit. & met.

    ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.10

    ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν

    τε Σίπυλον O. 1.38

    ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον (e Σ Mommsen: ἐπ codd.) O. 1.48

    ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν O. 1.78

    ῥοαὶ δ' ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34

    ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν ἄνθεα ἄγαγον O. 2.49

    ἐς γαῖαν πορεύειν O. 3.25

    ἐς ταύταν ἑορτὰν νίσεται O. 3.34

    ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14

    φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22

    ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος O. 6.44

    δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν O. 6.63

    μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31

    πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν O. 7.33

    ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    [ βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν ἐς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. πρός) O. 9.34]

    εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.92

    ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28

    εὖναι δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.35

    εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11

    πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν P. 3.34

    ἤλυθεν ἐς λέχος P. 3.99

    Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθὼνP. 4.44

    ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76

    ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα P. 4.188

    ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207

    ἐς Φᾶσιν δἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211

    ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67

    ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4

    ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδονP. 9.55

    ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30

    μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (Tric.: εἰς codd.) P. 11.4

    θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν N. 1.35

    ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42

    καὶ ἐς Αἰθίοπας ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49

    εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε,

    Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2

    —3.

    καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18

    φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21

    ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. into relationship with him N. 10.14

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν I. 5.22

    τὸν (= Τελαμῶνα)

    χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σύμμαχον ἐς Τροίαν I. 6.27

    ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62

    Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ἐς Ἄργος ἵππιον (Er. Schmid: εἰς codd.) I. 7.11

    ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν I. 7.45

    σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν I. 8.21

    ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαιI. 8.41

    ἐς Τροία[ν Pae. 6.75

    μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115

    ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3

    ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15

    ]δ εἰς [Ἀ]χέροντα[ Πα. 22e. 9. μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. up to,

    φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67

    πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ ( εἰς coni. Er. Schmid) N. 5.11 ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. down into,

    βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.37

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24

    τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. into (a vehicle)

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον I. 2.2

    II of journeying, upon

    ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73

    ἐς πλόον ἀρχομένοις (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    III sc. δόμους, to the home of

    εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b towards, in the direction of

    δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70

    δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις P. 3.35

    καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι publicly fr. 42. 4. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. turn this omen into some manner of prosperity for Thebes Πα... εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν look upon fr. 123. 12.
    c with a view to, with the object of, for φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75

    ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12

    εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48

    νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21

    ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον I. 6.36

    Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
    d with regard to, in reference to

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    ( αἶνον)

    ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13

    ]κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide.) fr. 260. 7. ἄμαχοί ( τινες) εἰς σοφίαν (si quidem recte hoc frag. Pindaro tribuitur, certe alia erat forma verborum apud P.) ?fr. 353.
    e of time, for, during.

    ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι P. 10.63

    ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.
    f dub. & frag. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ δ' εἰς ἀνθρακιὰν στέψαν” ( πρὸς coni. Schr.: δὶς Turyn) fr. 168. 2. ]

    μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    ]τ' ἐς αὐτὸν[ Δ. 4f. 6.
    2 ἐν, a Doric form of ἐς.
    a to, towards

    Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38

    δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1.
    b into

    ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11

    μιν ἐν πέλ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν (ἀν Π̆{S}, i. e. ἀνὰ: πέλ[α]γ[ο]ς Wil.: πελ[ά]γε[ι G-H.) Πα. 7B. 46.
    d in regard to δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ Ritterhuius: ἐς γένος Fulvius Orsinus) N. 4.68

    ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86

    θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.

    Lexicon to Pindar > ἐς

  • 13 κυλίνδω

    1 roll, toss

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24

    Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.23

    κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι)

    τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων στίχες P. 4.209

    met.,

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν exercises N. 4.40 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days roll by I. 3.18

    Lexicon to Pindar > κυλίνδω

  • 14 πάταγος

    1 crash

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24

    Lexicon to Pindar > πάταγος

  • 15 πλάξ

    1 wide expanse of the sea.

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλᾰκα P. 1.24

    Lexicon to Pindar > πλάξ

  • 16 σύν

    1 prep. c. dat. (with second only of two nouns, P. 4.10, P. 8.99, N. 10.38, N. 10.53, N. 10.84, Πα. 6. 4: following noun c. adj., O. 2.18, P. 4.187, P. 8.7, P. 8.54; c. dependent gen., O. 13.58)
    a along with, accompanied by
    I of people, things

    ἀντιθέοισιν νίσεται σὺν παισὶ Λήδας O. 3.35

    κεῖνος σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81

    σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν O. 7.13

    ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ O. 7.19

    ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4

    ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71

    ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19

    Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41

    τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.58

    κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ P. 3.78

    κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2

    ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳP. 4.39

    σὺν κείνοισι P. 4.134

    ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187

    σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖP. 8.54

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.

    Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3

    Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.20

    διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.78

    ( Ἡρακλέης)

    σὺν ᾧ ποτε Τροίαν πόρθησε N. 4.25

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ N. 11.34

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.8

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον I. 5.21

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28

    πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31

    πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (add. Housman metr. gr.: <ἓξ> Wil.: om. Π.)

    Πα.. 3. χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.4

    κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.55

    ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ ἦλθεν fr. 172. 4.
    II =

    ἔχων. ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51

    σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74

    I esp. of gods

    σὺν θεοῖς O. 8.14

    σὺν Κυπρογενεῖ O. 10.105

    σὺν δὲ κείνῳ O. 13.87

    σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ τράποι P. 1.69

    πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9

    σὺν ΔαναοῖςP. 4.48

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ P. 4.250

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.6

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χαρίτεσσί τε καὶ

    σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    σὺν θεοῖς I. 1.6

    σὺν θεῷ I. 4.5

    II of things, by means of, through

    σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18

    Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος O. 2.42

    σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56

    σὺν τιμᾷ θεῶνP. 4.51

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203

    σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα P. 4.221

    ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.260

    σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα P. 4.267

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21

    ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)

    βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    σὺν Χαρίτων τύχᾳ N. 4.7

    Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14

    νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49

    Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1

    εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.12

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ ἐκτίσσατο I. 9.1

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι

    χθόνα πολύδωρον Pae. 2.59

    νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.
    c
    I of accompanying circumstances, along with

    ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.33

    θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει O. 2.36

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24

    καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38

    πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61

    οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

    νιν σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.8

    ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.66

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (δικαίως Σ.) P. 9.96

    ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4

    θρῆνον λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64

    ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περᾶσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47

    μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.
    II with, at the time of

    καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον P. 4.10

    τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7

    ὄφρα

    Θέμιν ἱερὰν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10

    τὸν κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.
    III with, under the influence of

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9.
    d in of musical terms

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45

    e fragg.

    σὺν ἀπιομ[ήδ]ει φιλ[ Pae. 7.7

    παρθένῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. σὺν παντ[ Πα. 13. a. 7. ]σὺν κτύπῳ[ Πα. 13. a. 15. πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 19. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.
    2 adv.
    a at the same time εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν (tmesin vidit Boeckh) I. 6.12
    b in tmesis σὺν πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67

    Lexicon to Pindar > σύν

  • 17 φέρω

    φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οιςα), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. ( φερεν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)
    a bring, carry
    I lit.,

    Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79

    ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14

    καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59

    πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66

    ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24

    τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3

    καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45

    φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυP. 4.26

    ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216

    ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσειP. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14

    λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.

    ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76

    τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.
    II met.

    ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36

    καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)

    Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22

    III med. met., bring with one

    φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    b
    I bear, produce of land, simm.

    δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25

    ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,

    ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52

    II in general, give proof of, show, display

    ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53

    Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσεινP. 4.102

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29

    αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38

    οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30

    προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61

    χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57

    c win

    ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64

    καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98

    Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    d support, endure

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82

    φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    e carry of seed, progeny

    καὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15

    ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17

    ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.
    f bear, maintain

    ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70

    ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39
    g bring (to bear)

    φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41

    ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278

    λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24

    Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28

    χρὴ νιν (= ἀρετάν)

    εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44

    pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.
    h fragg. ]

    φέρεσθαι Pae. 2.43

    φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11.

    Lexicon to Pindar > φέρω

  • 18 φλόξ

    φλόξ (φλόξ, φλογός, φλογί, φλόγα))
    1 fire

    αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ O. 7.48

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225

    τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65

    φλόγα δερκομ[ Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6.

    Lexicon to Pindar > φλόξ

  • 19 φοίνιξ

    φοίνιξ, -ισσα
    a Phoenician, Carthaginian ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς (a coalition of Carthaginians and Etruscans was defeated by Hieron's navy off Cumae 474/3 B. C.) P. 1.72

    τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.67

    b red

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24

    φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων P. 4.205

    Lexicon to Pindar > φοίνιξ

  • 20 φοίνισσα

    φοίνιξ, -ισσα
    a Phoenician, Carthaginian ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς (a coalition of Carthaginians and Etruscans was defeated by Hieron's navy off Cumae 474/3 B. C.) P. 1.72

    τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.67

    b red

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24

    φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων P. 4.205

    Lexicon to Pindar > φοίνισσα

См. также в других словарях:

  • πετράς — fourth day fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετράς — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30), στην πρώην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σητείας. * * * (I) ἡ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. τετράς. (II) ο, Ν [πέτρα] 1. αυτός που κόβει πέτρες σε λατομείο, ο λατόμος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρας — Πέτρᾱς , Πέτρη rock fem acc pl Πέτρᾱς , Πέτρη rock fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρας — πέτρᾱς , πέτρα rock fem acc pl πέτρᾱς , πέτρα rock fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρας, μάχη της- — Η τελευταία μάχη της Επανάστασης του 1821 (12 Σεπτεμβρίου 1829). Μετά την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πόλεμου, η Τουρκία διέταξε τον στρατό της, που βρισκόταν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια, να συγκεντρωθεί στη Θράκη για να τον… …   Dictionary of Greek

  • Σιδηρόφρων τε κἄκ πέτρας εἰργάσμενος. — См. Железная воля …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σίμωνος Πέτρας, μονή της — Βλ. λ. Άγιον Όρος …   Dictionary of Greek

  • πετρά — πετράς fourth day fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετράσι — πετράς fourth day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»