-
121 помахивать
помахиватьнесов κουνώ, σείω (πότε $ότε):\помахивать хвостом κουνώ ποῦ καί ποῦ τήν οὐρά. -
122 почти
почти́нареч σχεδόν, περίπου:\почти что σχεδόν \почти ничего σχεδόν τίποτε· \почти никогда σχεδόν ποτέ. -
123 разве
разве1. нареч (при вопросе) τάχα, μήπως, μά, μπας:разве? ἀλήθεια;· \разве он приехал? μά ήρθε τάχα;· \разве можно? εἶναι ποτέ δυνατόν;· \разве я ошибся? μήπως ἔκανα λάθος;· \разве можно так кричать? μά ἐπιτρέπεται νά φωνάζετε ἔτσι;·2. нареч (в знач. «не следует ли», «может быть») разг ἄραγε:\разве съездить завтра? νά πάω ἄραγε αὐριο;· \разве пойти́ спать? νά πάω νά κοιμηθώ;·3. союз (в знач. «если нет») разг ἐκτός ἄν:я непременно приду́, \разве что заболею θά ἔρθω ὁπωσδήποτε ἐκτος ἄν ἀρρωστήσω. -
124 расходиться
расходитьсянесов1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:\расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·7. (о лучах) ἀποκλίνω·8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του. -
125 случаться
случа||ться Iнесов συμβαίνω, λαμβάνω χώραν/ γίνομαι (происходить):\случатьсяется, что... τυχαίνει κάποτε νά...·2. (приходиться, выпадать на долю) безл τυχαίνω, συμβαίνω:ему не \случатьсялось бывать там δέν Ετυχε νά πάει ἐκεΐ· \случатьсялось ли вам когда-нибудь...? σδς ἔτυχε ποτέ νά...;случаться IIнесов (о животных) ζευγαρώνομαι. -
126 смотреть
смотр||етьнесов1. κυττάζω, βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ:\смотреть пристально κυττάζω προσεκτικά, ἀσκαρδαμυκτί· \смотреть в упор κυττάζω κατάματα· \смотреть украдкой κρυφο-κυττάζω· \смотреть благосклонно βλέπω μέ καλό μάτι, καλοβλέπω· \смотреть с удивлением βλέπω μέ περιέργεια· \смотреть с уважением, \смотреть с почтительностью σέβομαι· \смотреть косо στρα-βοκυττάζω·2. (осматривать \смотреть о враче) ἐξετάζω·3. (фильм, спектакль и т. п.) βλέπω·4. (присматривать за кем-л., за чем-л.) разг προσέχω, ἐπιβλέπω:\смотреть за порядком προσέχω τήν τάξη·5. (считать кем-л., чем-л.) разг θεωρώ, βλέπω:все \смотретьят на него́ как на чудака ὅλοι τόν θεωροῦν παράξενο· как вы на это \смотретьите? πῶς τό βλέπετε;·6. (быть обращенным куда-л.) βλέπω:окна \смотретьят на улицу τά παράθυρα βλέπουν στον δρόμο· ◊ \смотретьйте не опоздайте! κυτάξτε μην ἀργήσετε!· \смотреть в оба ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· \смотреть сквозь пальцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· \смотретья по... ἐξαρτάται ἀπό...· \смотретья как... ἐξαρτάται πῶς...· \смотретья когда... ἐξαρτάται πότε... -
127 трение
трен||иес1. физ. ἡ τριβή·2. \трениеия мн. перен ἡ προστριβή, ἡ διένεξις:у нас никогда не возникало \трениеий ποτέ δέν είχαμε προστριβές. -
128 увидать
увидать, увидетьсов βλέπω, διακρίνω:он больше никогда меня́ не увидит δέν θά μέ ξαναδεί ποτέ.
См. также в других словарях:
πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek
ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου … Dictionary of Greek
πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή … Dictionary of Greek
ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά … Dictionary of Greek
Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek