-
1 πόρ
-
2 πορ
πορ-, aor. ἔπορον, πόρον, part. πορών, pass. perf. πέπρωται, πεπρωμένος: bring to pass, give, grant, of things, both good and evil ( τινί τι), and of circumstances and events, w. acc. and inf., Il. 9.513; pass. perf. πέπρωται, it is decreed by fate, ordained, destined, Il. 18.329; mostly the part. πεπρωμένος, Ο 2, Il. 3.309.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πορ
-
3 πόρ'
πόρι, πόριςpario: fem voc sgπόρε, πόροςmeans of passing a river: masc voc sgπόρε, πόρωfurnish: aor ind act 3rd sg (epic ionic)πόρε, πόρωfurnish: aor imperat act 2nd sg -
4 πορεία
A mode of walking or running, gait, Democr.126, Pl.Smp. 190b, Ti. 45a;τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Arist.de An. 432b26
; περὶ πορείας ζῴων, title of work by Aristotle.II journey, A.Pr. 823, al.;ἡ ἐκεῖσε π. Pl.Phd. 107d
;ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. Id.Cra. 420e
;αἱ κατὰ γῆν π. Isoc.1.19
; ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π., Pl.Phd. 115a, X.Cyr.8.5.1: metaph.,π. ἕως εἰς ἄπειρον
processus ad infinilum,Phld.
Mort.19.2 in military sense, march, Th.2.18;κατὰ θάλατταν τὴν π. ποιεῖσθαι X. An.5.6.11
;π. ἀνύτειν Id.Cyr.8.6.18
; ἰέναι ib.5.2.31 (nisi leg. εἶναι); ἐκ π. μάχεσθαι Plu.2.198b
; order of march, Ascl.Tact.11 tit., Arr.Tact. 28.1, al.3 generally, course taken by a person, etc., Antipho 3.2.4;ἡ[τοῦ κόσμου] π. Pl.Plt. 274a
; of the sun, Hymn.Is.32 (pl.), Eudox. Ars 2.15;χρόνου π. Procl.Inst.50
.4 travelling expenses, IG22.1.34, PRev.Laws 50.11 (iii B.C., pl.), PGrenf.1.43.8(ii B.C.). -
5 πόρευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρευμα
-
6 πορεύσιμος
A that may be crossed, passable,ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο X.Cyr.7.5.16
; εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ ib.18;π. ἦν τὸ.. πέλαγος Pl.Ti. 24e
; [θύραι] ἀνθρώποις π. Porph.Antr.3
;παρεχέτωσαν.. π. τὰς ὁδούς OGI483.30
(Pergam.): in neut., [ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον by which it was possible to pass, E.El. 1046.II [voice] Act., able to go or travel, Pl.Epin. 981d.2 able to carry, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, of the sea, Plu.2.86e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορεύσιμος
-
7 πόρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρευσις
-
8 πορεύς
-
9 πορευτέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορευτέος
-
10 πορευτικός
A going on foot, walking, τὰ π. ζῷα, opp. πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, Arist.HA 487b16, al.;π. κίνησις Id.de An. 432b14
.II of or for a march,τὰ π. διαστήματα Plb.12.19.7
;π. ἀγωγή Id.12.20.6
.2 for conveyance, ὁ π. Ἀλεξανδρεῖνος στόλος, of the cornfleet, IG14.918 (ii A.D.);ὁ στόλος.. ὁ ἐκ πλοίων πορευτικῶν Arch.Pap.2.447
(Alexandria, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορευτικός
-
11 πορευτός
A gone over, passed, passable,ὁδὸν ζυγίοις π. Milet.3
No.149(ii B.C.), cf. Plb.1.42.2, etc.; καιρὸς π. the season for travelling, Id.1.37.10;τὸ πέλαγος π. θέσθαι LXX 2 Ma.5.21
.II [voice] Act., going, travelling, ἰσχὺς πορευτοῦ λαμπάδος A.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορευτός
-
12 πορεύω
A (lyr.), etc.: [tense] aor. ἐπόρευσα, poet.πόρευσα Pi.P.11.21
:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.πορεύσομαι S.OT 676
, Pl.Smp. 190d;πορευθήσομαι IG22.141.2
, LXX 3 Ki.14.2: [tense] aor. ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep. 313d, Plb.2.27.2);ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8
, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec. 1099 (lyr.), etc.: [tense] pf.πεπόρευμαι Pl.Plt. 266d
, D.53.6:([etym.] πόρος):I [voice] Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; (lyr.);ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα.. τις πορευσάτω Id.OC 1476
; (lyr.);ποντιὰς αὔρα,.. ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec. 447
(lyr.);βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med. 181
(lyr.);στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132
, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν.. Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr. 560
;γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν.. πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc. 443
(lyr.).2 of things, bring, carry,ἐπιστολὰς πατρί S.OC 1602
; furnish, bestow, ; set in motion,κίνησις.. βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη.. π. Pl.Lg. 893d
.3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).II [voice] Pass. and [voice] Med., to be driven or carried,μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj. 1254
;πρὸς βίαν π. Id.OC 845
.2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.;ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp. 190d
;σύνδρομά τινι Id.Plt. 266d
;ταχέως X.An. 2.2.12
;τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13
; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107;π. δι' Εὐρίπου Th.7.29
: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr. 392, E.Hipp. 1156; ;εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1
;ἐξ.. ἐς.. Hdt.4.35
;ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd. 113d
: c.acc.loci, enter,π.στέγας S.Tr. 329
, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95;παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10
; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc. ὁδόν)π. X.An.2.2.11
, etc.; (lyr.);τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx. 236d
: c.acc.loci,γῆν πολλὴν π.
go over, trauerse,Arr.
An.6.23.1;π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27
;τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18
: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into.., E.El. 965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or. 1068, Pl.Phlb. 23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of.., D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.4 metaph.,ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24
; of discourse,ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg. 812a
;διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15
; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14. -
13 πορεῖον
πορ-εῖον,τό,A means of conveyance, carriage, GDI 5043 ([place name] Crete), Pl.Lg. 678c, v.l.in Id.Ti. 44e; π. ὑπότροχα trolleys for conveying ships by land, Plb.8.34.11, cf. SIG 581.23 (Hierapytna, ii B.C.);τὸ σκῆπτρον Ἑρμοῦ προκαθηγέτου ἐστὶ π., τούτῳ γὰρ κατάγει φυχάς BSA16.107
([place name] Attalia):—[dialect] Dor. and [dialect] Aeol. [full] πορήϊον GDI5040.29 ([place name] Crete), Milet.3 No.152.13(Methymna, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορεῖον
-
14 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.). -
15 πόριμος
A able to provide, resourceful, inventive, Gorg.Pal. 25;πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον Ar.Ra. 1429
;πόριμος τόλμα Id. Pax 1031
;φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ π. [ὁ ἔρως] Pl.Smp. 203d
;ῥήτωρ Poll. 4.34
: c.acc., ἄπορα πόριμος making possible the impossible, A.Pr. 904 (lyr.).2 of things, affording means of safety, saving, ;ἐπιβολή Anon.
ap. Suid. ([comp] Sup.); [τὸ] π. the profitable, Gal.5.751.3 Medic., finding or making a passage, ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π. Hipp.l.c.; passing rapidly through the system,τροφή Gal.6.570
.II [voice] Pass., compassable, practicable,ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.AJProoem.3
;ἔρωτι πάντα π. Luc.Dem.Enc.14
.2 well-provided,ποριμώτεροι ἐς πάντα Th.8.76
;ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Gorg.Pal.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόριμος
-
16 ποριμότης
A inventiveness, Eust.ad D.P.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποριμότης
-
17 πόρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρισμα
-
18 πορισμός
πορ-ισμός, ὁ,A providing, procuring,τῶν ἐπιτηδείων Plb. 3.112.2
; earning a living, Chrysipp.Stoic.3.172;ἐφήμερος π. Phld. Oec.p.44J.
;συγγνώμης J.BJ2.21.3
: abs., Man.4.448(pl.); money-getting, Plu.2.524d, 92b (pl.), 136c (pl.), etc.; means of gain, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8;δυσὶ π., γεωργίᾳ καὶ φειδοῖ Plu.Cat.Ma. 25
;π. μέγας ἡ εὐσέβεια 1 Ep.Ti.6.6
; means of livelihood, Muson.Fr. 11p.59H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορισμός
-
19 ποριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποριστέον
-
20 ποριστής
A one who supplies or provides,π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48
;φύλαξ καὶ π. ἀλλοτρίων χρημάτων Eus.Mynd.24
;δόξης Phld.Rh.2.53
S. ([comp] Comp.).babs., money-maker, J.AJ19.2.5.2 pl., at Athens, a financial board appointed to raise extraordinary supplies, Ar.Ra. 1505, Antipho 6.49, etc.: hence metaph.,τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ π. D.4.33
.3 the name used by robbers of themselves,οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Arist.Rh. 1405a26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποριστής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πόρ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) βλ. πους … Dictionary of Greek
πόρ' — πόρι , πόρις pario fem voc sg πόρε , πόρος means of passing a river masc voc sg πόρε , πόρω furnish aor ind act 3rd sg (epic ionic) πόρε , πόρω furnish aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
Ρακίνας, Ιωάννης — (Racin, Λα Φερτέ Μιλόν, Eν 1639 – Παρίσι 1699). Ελληνοποιημένος τύπος του επωνύμου του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ρασέν. θεατρικός συγγραφέας. Έμεινε ορφανός και ανατράφηκε στο ιανσενιστικό περιβάλλον με το οποίο συνδεόταν η οικογένειά του. Στις… … Dictionary of Greek
πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
πορθμός — Αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική ακτή της Εύβοιας, απέναντι στον Ωρωπό. Είχε κτιστεί από τον Φίλιππο, το 342 π.Χ. * * * ο, ΝΜΑ στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… … Dictionary of Greek