-
101 πρός-πταισις
πρός-πταισις, ἡ, das Anstoßen (?).
-
102 πρός-πταισμα
πρός-πταισμα, τό, der Anstoß u. die durch Anstoßen hervorgebrachte Beschädigung, Arist. Eth. 5, 9 u. Sp., wie τὸ ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. Peregr. 45; προςπταίσματος γενομένου περὶ τὸν δάκτυλον S. Emp. adv. math. 7, 232.
-
103 πρός-πεινος
πρός-πεινος, hungrig, N. T., Act. 10, 10.
-
104 πρός-πνευσις
πρός-πνευσις, ἡ, das Anblasen, der ankommende Geruch, Duft, D. Sic.
-
105 πρός-παιος
πρός-παιος, daraufstoßend, zufällig, unerwartet, neu; εἰ πρόςπαια μὴ τύχοι κακά, Aesch. Ag. 338; sp. D., wie Nic. Ther. 690 Lycophr. 211; ἐκ προςπαίου, unversehens, auch neuerdings, Arist. Eth. 9, 5, wie ἐκ προςπαίου τινὸς τύχης, Pol. 6, 43, 3.
-
106 πρός-πλωτος
πρός-πλωτος, wozu man hinanschiffen oder zu Schiffe hingelangen kann, ἀπὸ ϑαλάσσης, von Flüssen, Her. 4, 47. 71.
-
107 πρός-πλαστος
πρός-πλαστος (von προςπλάσσω), dazu od. daran gebildet, daran hangend, haftend.
-
108 πρός-πλαστος [2]
πρός-πλαστος (von προςπλάζω), annahbar, zugänglich, ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόςπλαστοι ξένοις, Aesch. Prom. 718.
-
109 πρός-πηγμα
πρός-πηγμα, τό, das Darangesteckte, bei Hesych. ein Theil des Schiffes.
-
110 πρός-πλους
πρός-πλους, ὁ, das Hin- oder Hinzuschiffen; D. Cass. 37, 53; App. B. C.
-
111 πρός-πολος
πρός-πολος, = πρόπολος, bedienend, der Diener, Aesch. Spt. 556; die Magd, Eum. 978, wie Soph. O. R. 945 El. 78; ἄνδρες, 23, u. öfter; bes. Priester, Diener der Gottheit, Εὐμολπίδαι O. C. 1056, ϑεᾶς Eur. Suppl. 2, u. öfter; bei Her. 2, 64 v. l. für πρόπολος.
-
112 πρός-ρεψις
πρός-ρεψις, ἡ, das Hinneigen, Hesych.
-
113 πρός-ριζος
πρός-ριζος, an der Wurzel, Arist. H. A. 9, 13, auch als v. l. von πρόριζος.
-
114 πρός-ραξις
πρός-ραξις, ἡ, = πρόςρηξις, Sp.
-
115 πρός-ρησις
πρός-ρησις, ἡ, das Anreden, Begrüßen, διδοὺς πρόςρησιν ἑξῆς πᾶσι, Eur. I. A. 341; Hel. 1182; ὡς δὴ πρόςρησις οὖσα τοῦ ϑεοῦ τῶν εἰςιόντων ἀντὶ τοῠ χαῖρε, Plat. Charm. 164 d; die Benennung, ὅσα ἠξίωται ταύτης τῆς προςρήσεως τοῠ εἶναι, Crat. 423 d; μιᾷ χρώμενοι προςρήσει τῇ τῆς ἀνδρείας, Polit. 306 e; Xen. Hier. 8, 3.
-
116 πρός-ρημα
-
117 πρός-ρηξις
πρός-ρηξις, ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.
-
118 πρός-σφαγμα
πρός-σφαγμα, τό, das wobei Geschlachtete, τάφῳ, das am Grabe geschlachtete Opfer, Plut. Thes. et Rom. 1, v. l. προσφ.
-
119 πρός-σκαψις
πρός-σκαψις, ἡ, das Graben und Anhäufeln von Erde, dor. ποτίσκαψις, Tab. Heracl.
-
120 πρός-τριψις
πρός-τριψις, ἡ, das Anreiben (?).
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek