-
21 πρῶτος
3 первый -
22 πρώτος
[протос] επ. первый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρώτος
-
23 πρώτος
[протос] επ первый. -
24 πρώτος
1) first2) foremost3) primaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρώτος
-
25 πρώτος (κατα πρώτον)
допрваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πρώτος (κατα πρώτον)
-
26 πάμ-πρωτος
πάμ-πρωτος, der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.
-
27 φιλό-πρωτος
φιλό-πρωτος, gern der Erste sein wollend, nach dem ersten Range, der Oberherrschaft strebend, Artemid. 3, 32; τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Plut. Sol. 29 Alcib. 2.
-
28 εἰκοστό-πρωτος
εἰκοστό-πρωτος, der einundzwanzigste, ibd.
-
29 Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη χώρα
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη ( στη χώρα)• Лучше быть первым на деревне, чем вторым в городеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη χώρα
-
30 Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη ( στη χώρα)• Лучше быть первым на деревне, чем вторым в городеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη
-
31 Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω
• Кто без греха, первый брось каменьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω
-
32 birinci
πρώτος -
33 first
πρώτος -
34 foremost
πρώτος -
35 πρωτά
πρωτόςdestined: neut nom /voc /acc plπρωτά̱, πρωτόςdestined: fem nom /voc /acc dualπρωτά̱, πρωτόςdestined: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
36 πρωτόν
πρωτόςdestined: masc acc sgπρωτόςdestined: neut nom /voc /acc sg -
37 πρωτούς
πρωτόςdestined: masc acc pl -
38 πρωτή
πρωτόςdestined: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
39 πρωτήν
πρωτόςdestined: fem acc sg (attic epic ionic) -
40 πρωτώ
πρωτόςdestined: masc /neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
πρωτός — destined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
πρῶτος — πρότερος before masc nom sg πρῶτος before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek
Πρώτος — ό, Α (στη Φωκίδα) μήνας αντίστοιχος προς τον δελφικό Ηραίο … Dictionary of Greek
πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό ένα. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους άλλους στη χρονική ή τοπική σειρά, στο βαθμό, στην αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόν — πρωτός destined masc acc sg πρωτός destined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek