Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προτρέπω

  • 21 науськать

    ρ.σ.μ. (για σκυλιά) παρορμώ, χύνω. || μτφ. προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω.

    Большой русско-греческий словарь > науськать

  • 22 побудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побуженный, βρ: -жен, -а, -о
    δ.σ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω..
    2. ξυπνώ (όλους, πολλούς).
    3. (κυνηγ.) σηκώνω το θήραμα(από το λόζιο).
    -ужу, -удишь κ. (απλ.) -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побужденный, βρ: -ден, -дена., -дено
    ρ.σ.μ.
    παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω, σπρώχνω, εξωθώ, προτρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > побудить

  • 23 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

  • 24 подговорить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω.
    ζητώ με τρόπο να μου δοθεί, να αποκτήσω.

    Большой русско-греческий словарь > подговорить

  • 25 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 26 подстрекнуть

    ρ.σ.μ.
    1. υποκινώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ.
    2. εξωθώ, παρωθώ, σπρώχνω.

    Большой русско-греческий словарь > подстрекнуть

  • 27 подтолкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подтолкнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    σπρώχνω, ωθώ, σκουντώ λίγο•

    подтолкнуть логтем соседа σκουντώ με τον αγκώνω τον πλησίον μου•

    меня -ли к двери από λιγο-λιγο με έσπρωξαν στην πόρτα.

    || μτφ. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, υποκινώ.

    Большой русско-греческий словарь > подтолкнуть

  • 28 понудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. понужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω παρορμώ.

    Большой русско-греческий словарь > понудить

  • 29 понукать

    ρ.δ.μ. προτρέπω, παρορμώ φωνάζοντας•

    ну, но έλα, άιντε, ντε.

    || μτφ. φωνάζω εμπρός, γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > понукать

  • 30 расшевелить

    -велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. ανακινώ• ανασκαλεύω•

    расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    || βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.
    2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.
    1. κουνιέμαι, σαλεύω.
    2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшевелить

  • 31 соблазнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соблазненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω σε πειρασμό• δελεάζω• αποπλανώ, εξαπατώ• ξελογιάζω. || θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω.
    2. παροτρύνω, προτρέπω• προδιαθέτω• πείθω.
    3. παλ. βάζω σε αμαρτία, κάνω να αμαρτήσει, κολάζω.
    4. παλ. αποπλανώ•

    соблазнить неопытную девушку αποπλανώ (ξεβγάζω) άπειρο κορίτσι.

    μπαίνω (υποπίπτω, περιπίπτω) σε πειρασμό. || δελεάζομαι, κολάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соблазнить

  • 32 стимулировать

    -рую, -руешь ρ.δ.
    κ. σ., μ. παρακινώ, (παρ)ωθώ, προτρέπω, παροτρύνω.
    παρακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > стимулировать

  • 33 уськать

    ρ.δ. (για παρόρμηση σκυλιών) φωνάζω πάρ το, άρπαζ το. || μτφ. παροτρύνω, παρακινώ, προτρέπω σε επίθεση, φωνάζω ρίξου, χύμηξε, επάνω του.

    Большой русско-греческий словарь > уськать

  • 34 шпиговать

    -гую, -гуешь
    ρ.δ.μ.
    1. παραγεμίζω με λίπος.
    2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω• εμφυσώ, εμπνέω.
    (απλ.) κατηγορώ, κακολογώ.
    παραγεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > шпиговать

  • 35 шпынять

    ρ.δ.μ. (απλ.) κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω, νύσσω. || μτφ. παροτρύνω, προτρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > шпынять

См. также в других словарях:

  • προτρέπω — urge forwards pres subj act 1st sg προτρέπω urge forwards pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …   Dictionary of Greek

  • προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτρέπεσθε — προτρέπω urge forwards pres imperat mp 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπετε — προτρέπω urge forwards pres imperat act 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind act 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπῃ — προτρέπω urge forwards pres subj mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψει — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg (epic) προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψουσιν — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd pl (epic) προτρέπω urge forwards fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψω — προτρέπω urge forwards aor subj act 1st sg προτρέπω urge forwards fut ind act 1st sg προτρέπω urge forwards aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψῃ — προτρέπω urge forwards aor subj mid 2nd sg προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»