-
21 науськать
ρ.σ.μ. (για σκυλιά) παρορμώ, χύνω. || μτφ. προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω. -
22 побудить
побудить 1-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побуженный, βρ: -жен, -а, -оδ.σ.μ.1. ξυπνώ, αφυπνίζω..2. ξυπνώ (όλους, πολλούς).3. (κυνηγ.) σηκώνω το θήραμα(από το λόζιο).побудить 2-ужу, -удишь κ. (απλ.) -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побужденный, βρ: -ден, -дена., -деноρ.σ.μ.παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω, σπρώχνω, εξωθώ, προτρέπω. -
23 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
24 подговорить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подговоренный, βρ: -рен, -рена, -реноπροτρέπω, παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω.ζητώ με τρόπο να μου δοθεί, να αποκτήσω. -
25 поддать
ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.εκφρ.поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•
не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•
его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•
не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•
поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.
-
26 подстрекнуть
ρ.σ.μ.1. υποκινώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ.2. εξωθώ, παρωθώ, σπρώχνω. -
27 подтолкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подтолкнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.σπρώχνω, ωθώ, σκουντώ λίγο•подтолкнуть логтем соседа σκουντώ με τον αγκώνω τον πλησίον μου•
меня -ли к двери από λιγο-λιγο με έσπρωξαν στην πόρτα.
|| μτφ. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, υποκινώ. -
28 понудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. понужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω παρορμώ. -
29 понукать
ρ.δ.μ. προτρέπω, παρορμώ φωνάζοντας•ну, но έλα, άιντε, ντε.
|| μτφ. φωνάζω εμπρός, γρήγορα. -
30 расшевелить
-велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. ανακινώ• ανασκαλεύω•расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.
|| βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.1. κουνιέμαι, σαλεύω.2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι. -
31 соблазнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соблазненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. βάζω σε πειρασμό• δελεάζω• αποπλανώ, εξαπατώ• ξελογιάζω. || θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω.2. παροτρύνω, προτρέπω• προδιαθέτω• πείθω.3. παλ. βάζω σε αμαρτία, κάνω να αμαρτήσει, κολάζω.4. παλ. αποπλανώ•соблазнить неопытную девушку αποπλανώ (ξεβγάζω) άπειρο κορίτσι.
μπαίνω (υποπίπτω, περιπίπτω) σε πειρασμό. || δελεάζομαι, κολάζομαι. -
32 стимулировать
-рую, -руешь ρ.δ.κ. σ., μ. παρακινώ, (παρ)ωθώ, προτρέπω, παροτρύνω.παρακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
33 уськать
ρ.δ. (για παρόρμηση σκυλιών) φωνάζω πάρ το, άρπαζ το. || μτφ. παροτρύνω, παρακινώ, προτρέπω σε επίθεση, φωνάζω ρίξου, χύμηξε, επάνω του. -
34 шпиговать
-гую, -гуешьρ.δ.μ.1. παραγεμίζω με λίπος.2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω• εμφυσώ, εμπνέω.(απλ.) κατηγορώ, κακολογώ.παραγεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
35 шпынять
ρ.δ.μ. (απλ.) κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω, νύσσω. || μτφ. παροτρύνω, προτρέπω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτρέπω — urge forwards pres subj act 1st sg προτρέπω urge forwards pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… … Dictionary of Greek
προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτρέπεσθε — προτρέπω urge forwards pres imperat mp 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπετε — προτρέπω urge forwards pres imperat act 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind act 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπῃ — προτρέπω urge forwards pres subj mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψει — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg (epic) προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψουσιν — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd pl (epic) προτρέπω urge forwards fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψω — προτρέπω urge forwards aor subj act 1st sg προτρέπω urge forwards fut ind act 1st sg προτρέπω urge forwards aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψῃ — προτρέπω urge forwards aor subj mid 2nd sg προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)