Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προσφέρω

  • 41 обслуживать

    ρ.δ.μ.
    1. εξυπηρετώ, προσφέρω υπηρεσία•

    обслуживать покупателей εξυπηρετώ τους αγοραστές (πελάτες)•

    -ющий персонал εξυπηρετικό προσωπικό.

    2. χειρίζομαι, δουλεύω•

    одновременно несколько станков δουλεύω ταυτόχρονα κάμποσες εργατομηχανές.

    1. εξυπηρετούμαι.
    2. χειρίζομαι, εξυπηρετούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обслуживать

  • 42 побаловать

    ρ.σ.
    1. περιποιούμαι, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, προσφέρω περιποίηση• προσέχω, κοιτάζω (για ένα χρονικό διάστημα).
    2. ασχολούμαι με κάτι χάρη δ ιασκέδασης.
    1. βλ. баловаться.
    2. ασχολούμαι για διασκέδαση.

    Большой русско-греческий словарь > побаловать

  • 43 поднести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-несенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρνω κοντά•

    поднести ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα•

    поднести ребнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο.

    || μεταφέρω•

    поднести гранаты в окопы μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώματα.

    (απρόσ.) έλκω, τραβώ» (παρα)σύρω.
    2. κερνώ, τρατάρω, φιλεύω.
    3. προσφέρω δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > поднести

  • 44 предать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. предал
    -ла, -ло; προστκ. предай, μτχ. παρλθ. χρ. предавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преданный, βρ: -дан, -а, κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προδίνω• καταδίνω•

    он -ал своего друга αυτός πρόδοσε το φίλο του•

    они -ли интересы народа αυτοί πρόδοσαν τα συμφέροντα του λαού.

    2. παραδίνω•

    предать огню παραδίνω στη φωτιά•

    предать суду παραδίνω στο δικαστήριο•

    предать на жертву προσφέρω θυσία, θυσιάζω•

    предать казни στέλλω για εκτέλεση•

    предать проклятию καταριέμαι•

    предать смерти θανατώνω•

    дух παραδίνω το πνεύμα (πεθαίνω)•

    предать земле ενταφιάζω, θάβω•

    предать огню и мечу καταστρέφω με τη φωτιά και το σίδερο.

    1. παλ. παραδίνομαι•

    предать врагу παραδίνομαι στον εχθρό.

    2. αποδίνομαι, το ρίχνω σε•

    предать удовольствиям το ρίχνω στις απολαύσεις•

    предать музыке αφοσιώνομαι στη μουσική•

    предать мышлениям βυθίζομαι σε σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > предать

  • 45 предложить

    -ложу, -ложишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προσφέρω, παρέχω, δίνω•

    предложить другу-свои книги δίνω στο φίλο τα βιβλία μου.

    2. προτείνω•

    новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)•

    предложить кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή.

    3. επιφορτίζω δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). || βάζω, θέτω•

    предложить -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση).

    εκφρ.
    предложить рукуπαλ. ζητώ το χέρι της (•ζητώ σε γάμο, κάνω πρόταση γάμου)•
    предложить тост – εγείρω πρόποση, προσφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > предложить

  • 46 предоставить

    ρ.σ.μ.
    1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•

    предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•

    предоставить место παραχωρώ τη θέση.

    2. αφήνω, επιτρέπω•

    он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.

    || εγκαταλείπω•

    предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.

    || αναθέτω.
    εκφρ.
    предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•
    предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•
    предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > предоставить

  • 47 разнести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. φέρω, κομίζω• διανέμω•

    разнести письма и газеты по квартирам διανέμω γράμματα και εφημερίδες στα διαμερίσματα.

    || δίνω, προσφέρω, κερνώ.
    2. καταχωρώ, καταγράφω.
    3. παρασύρω, σκορπίζω•

    ветер -с облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    || (δια)χωρίζω.
    4. μτφ. μεταδίνω•

    разнести заразу μεταδίνω μόλυνση, μολύνω.

    5. μτφ. δια-δίνω, διασπείρω• κοινολογώ.
    6. κατασχίζω-κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω, σπάζω.
    7. μτφ. μαλώνω, κατσαδιάζω• βρίζω, εξυβρίζω.
    8. απρόσ. παχύνω, χοντραίνω, φουσκώνω.
    1. διαδίδομαι• πετώ (για φήμη, είδηση κ.τ.τ.).
    2. (για ήχο) ακούομαι, ηχώ.
    3. παίρνω μεγάλη φόρα.

    Большой русско-греческий словарь > разнести

  • 48 сослужить

    ρ.σ. μ: сослужить службу α) εξυπηρετώ, προσφέρω εξυπηρέτηση, εκδούλευση. β) εκτελώ το χρέος μου.

    Большой русско-греческий словарь > сослужить

  • 49 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 50 стул

    α. πλθ. стулья, -ьев α.
    1. κάθισμα, εδώλιο• καρέκλα•

    складной стул πτυσσόμενο κάθισμα•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    соломенный стул ψάθινη καρέκλα.

    || θέση, θώκος•

    министерский стул υπουργική θέση, υπουργικός θώκος.

    2. υποστάτης, υποστήριγμα (οργάνου, συσκευής κ.τ.τ.).
    3. μόνο ενκ. (ιατρ.) άφοδος.
    εκφρ.
    электрический стул – ηλεκτρική καρέκλα•
    сидеть между двух -ьев – συμμερίζομαι δυο διάφορες απόψεις.

    Большой русско-греческий словарь > стул

  • 51 угостить

    -ощу, -остишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угощённый, βρ: угоститьщн, -щена, -щено
    ρ.σ. (με οργν.).
    1. φιλεύω, κερνώ• τρατάρω• φιλοδωρώ•

    угостить обедом προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι•

    угостить вином κερνώ κρασί.

    2. μτφ. (σχήμα ο-ξύμορο) δίνω• угостить кого-н. пинком δίνω σε κά-ποιν κλωτσιά•

    угостить кулаком кого–нибудь φιλεύω κάποιον μια γροθιά.

    με φιλεύει, με κερνά•

    я -лся вином με κέρασαν κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > угостить

  • 52 услуга

    θ.
    1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση•

    услуга оказать -у παρέχω (προσφέρω) εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ•

    дружеская услуга φιλική εξυπηρέτηση•

    услуга благодарю вас за вашу -у σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση σας.

    2. πλθ. услугаи υπηρεσίες, εξυπηρέτησε ις.
    3. αθρσ. παλ. το υπηρετικό προσωπικό.
    εκφρ.
    к вашим -ам – στη διάθεση σας•
    к его -ам – στη διάθεση,του•
    бюро добрых -уг – γραφείο εξυπηρέτησης•
    комната с -ими – δωμάτιο με όλα τα απαραίτητα.

    Большой русско-греческий словарь > услуга

  • 53 услужить

    -ужу, -ужишь
    ρ.σ.
    (με δοτ.) προσφέρω (παρέχω) υπηρεσία ή εκδούλευση εξυπηρετώ.

    Большой русско-греческий словарь > услужить

См. также в других словарях:

  • προσφέρω — bring to pres subj act 1st sg προσφέρω bring to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρω — προσφέρω, πρόσφερα και προσέφερα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • προσενηνεγμένα — προσφέρω bring to perf part mp neut nom/voc/acc pl προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc/acc dual προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσενήνεχθε — προσφέρω bring to perf imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to perf ind mp 2nd pl προσφέρω bring to plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρεσθε — προσφέρω bring to pres imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to pres ind mp 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρετε — προσφέρω bring to pres imperat act 2nd pl προσφέρω bring to pres ind act 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρῃ — προσφέρω bring to pres subj mp 2nd sg προσφέρω bring to pres ind mp 2nd sg προσφέρω bring to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιφερόμεθα — προσφέρω bring to pres ind mp 1st pl (epic doric) προσφέρω bring to imperf ind mp 1st pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιφέροντα — προσφέρω bring to pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric) προσφέρω bring to pres part act masc acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»