Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσκαλώ

  • 41 сзывать

    [ζζυβάτ'] ρ. προσκαλώ

    Русско-греческий новый словарь > сзывать

  • 42 сзывать

    [ζζυβάτ'] ρ προσκαλώ

    Русско-эллинский словарь > сзывать

  • 43 ангажировать

    -рую, -руешь; ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. αγκαζάρω, προσκαλώ για εργασία ηθοποιό με συμβόλαιο.
    2. (στό χορό) εξασφαλίζω γιά τον εαυτό μου.
    αγκαζάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ангажировать

  • 44 вскричать

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. αναφωνώ, φωνάζω, κράζω.
    2. καλώ, προσκαλώ, φωνάζω.

    Большой русско-греческий словарь > вскричать

  • 45 кликать

    кличу, кличешь
    ρ.δ. μ.
    1. (απλ.) φωνάζω, καλώ, προσκαλώ.
    2. (διαλκ.) ονομάζω, καλώ.
    3. κράζω, κρώζω (για πτηνά).
    4. ουρλιάζω, ωρύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > кликать

  • 46 обед

    α.
    γεύμα (μεσημβρινό φαγητό)• φαγητό, φαΐ, τροφή• μεσημέρι, γιόμα (χρόνος)•

    после -а μετά το φαγητό ή μετά το μεσημέρι•

    до -а πρίν το γεύμα ή πριν το φαγητό πριν το μεσημέρι•

    прощальный обед αποχαιρετιστήριο γεύμα, μπενετάδα•

    во время -а πάνω στο γεύμα, την ώρα του φαγητού•

    за -ом στο φαγητό, στο τραπέζι•

    он застал меня за -ом αυτός με βρήκε στο φαΐ• пригласить к -у; просить (звать) на обед προσκαλώ σε γεύμα•

    подавить обед σερβίρω το φαγητό•

    готовить обед ετοιμάζω (μαγειρεύω) το φαγητό•

    обед готов; обед подан; обед на столе το φαγητό είναι σερβιρισμένο•

    званый обед γιορταστικό (επίσημο)γεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > обед

  • 47 подряд

    α.
    εργολαβία, εργοληψία, εργολαβική εργασία.
    επίρ.
    στη σειρά, κατά σειρά συνεχώς, συνέχεια στην αράδα, αραδαριά γραμμή, κορδόνι, αλληλοδιαδόχως. || αδιακρίτως, ανεξαίρετα•

    приглашать всех подряд προσκαλώ όλους ανεξαίρετα.

    Большой русско-греческий словарь > подряд

  • 48 позвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. го-званный, βρ: -зван, -а, -о
    φωνάζω, καλώ. || προσκαλώ.

    Большой русско-греческий словарь > позвать

  • 49 стол

    α.
    1. τραπέζι•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    ломберный стол πράσινο τραπέζι•

    письменный стол το γραφείο•

    операционный стол χειρουργικό τραπέζι.

    2. φαγητό, τροφή•

    за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•

    встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•

    пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•

    общий стол κοινό φαγητό•

    нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•

    убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•

    подать на стол σερβίρω το φαγητό•

    обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•

    3. τμήμα ιδρύματος•
    личного состава τμήμα προσωπικού•

    справочный стол γραφείο πληροφοριών.

    α.
    θώκος•

    княжский стол πριγκιπικός θώκος.

    Большой русско-греческий словарь > стол

  • 50 чай

    чая (чаю), προθτ. в чае κ. в чаю α.
    1. το φυτό τσάι, τεία, θέα•

    куст чая θάμνος τσαγιού, τεϊόδεντρο.

    2. τσάι, τα αποξηραμένα φύλλα του τείόδεντρου ηαθώζ και το ποτό αυτού. || υποκατάστατο τσαγιού
    (από διάφορα φύλλα, χόρτα).
    3. τεϊοποσία.
    εκφρ.
    чай да сахар; чай и сахар-
    - с сахаромπαλ. (λαϊκή ευχή στους πίνοντες τσάι)• καλό και γλυκό τσάι•
    гонять чай – πίνω πολύ ώρα τσάι•
    за чаем ή за чашку чая πίνοντας τσάι, κατάτην τεϊποσία•
    на чай давать (брать) – δίνω (παίρνω) πουρμπουάρ•
    на чай ή на чашку чая приглашать, звать – προσκαλώ, καλώ να πιούμετσάι.
    παρνθ. λ. με την αντων. я: я чай ίσως, μπορεί.
    (απλ.) πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα. || όμως, εν τούτοις.

    Большой русско-греческий словарь > чай

  • 51 çağırmak

    καλώ, προσκαλώ, φωνάζω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çağırmak

  • 52 vyzvat

    1) προκαλώ
    2) προσκαλώ

    Česká-řecký slovník > vyzvat

См. также в других словарях:

  • προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …   Dictionary of Greek

  • προσκαλώ — προσκαλώ, προσκάλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσκαλώ — προσκάλεσα, προσκαλέστηκα και προσκλήθηκα, προσκαλεσμένος, καλώ κάποιον να έρθει, κράζω, φωνάζω να έρθει για κάποιο σκοπό: Είχαμε πολλούς προσκαλεσμένους στη σχολική γιορτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκαλῶ — προσκαλέω call on pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσκαλέω call on pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσκαλέω call on fut ind act 1st sg (attic epic doric) προσκαλέω call on pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσκαλέω call on …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρακαλώ — έω, Α 1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο 2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.) 3. επικαλούμαι κάποιον επίσης 4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπροσκαλούμαι — ( έομαι) και καλιέμαι προσκαλούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προσκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προσκαλώ ( ούμαι και ιέμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοπρόσκληση] …   Dictionary of Greek

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • μεταπέμπω — (Α μεταπέμπω) (συν. το παθ.) μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον να έλθει μέσω απεσταλμένου μου, στέλνω και προσκαλώ κάποιον («ὁ Κροῑσος μεταπέμπεται τόν... Ἄδρηστον», Ηρόδ.) αρχ. παθ. (σχετικά με πράγματα) παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προεισκαλώ — έω, Α προσκαλώ κάποιον μέσα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσκαλώ «προσκαλώ μέσα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»