Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προς+τα+πίσω

  • 61 шаг

    шаг
    м в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:
    дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής.

    Русско-новогреческий словарь > шаг

  • 62 долг

    -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.
    1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•

    перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•

    чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•

    долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•

    считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•

    нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•

    защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•

    человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•

    по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.

    2. οφειλή, χρέος•

    отдать долг δίνω πίσω το χρέος•

    получать долг παίρνω το χρέος•

    брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•

    погашать -ξοφλώ το χρέος•

    сделать долг χρεώνομαι•

    неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•

    уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.

    εκφρ.
    первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•
    в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•
    войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•
    жить в долг – ζω με δανεικά•
    не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•
    в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•
    отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό.

    Большой русско-греческий словарь > долг

  • 63 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 64 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 65 сновать

    сную, снуешь ρ.δ.μ.
    1. υφαίνω ιστό, στημον ιάζω. || (για σαΐτα) κινώ μπροστά-πίσω (παλινδρομικά).
    2. μτφ. κινούμαι πέρα-δώθε, προς διάφορες κατευθύνσεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > сновать

  • 66 тыл

    -а (тылу), προθετ. о тыле, в тылу, πλθ. тылы α.
    1. το πισινό μέρος οποιουδήποτε πράγματος•

    с -у από πίσω.

    || εξωτερικός•

    тыл руки το εξωτερικό μέρος του χεριού (ως προς το σώμα).

    2. (στρατ.) τα νώτα, τα μετόπισθεν•

    разведка в -у ανίχνευση στα μετόπισθεν•

    глубокий тыл τα βαθιά μετόπισθεν•

    ближний τα πλησίον μετόπισθεν.

    εκφρ.
    в тыл ударить – χτυπώ πισώπλατα.

    Большой русско-греческий словарь > тыл

  • 67 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

См. также в других словарях:

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»