-
21 вверх
вверхнареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια! -
22 ввысь
ввысьнареч ἄνω, (έ)πάνω, (ὐ)ψηλά, προς τά πάνω, εἰς τά ὄψη. -
23 снизу
снизунареч1. (с нижней стороны) ἀπό κάτω, ἀποκάτω:посмотреть \снизу βλέπω ἀπό κάτω· вид \снизу ἄποψη ἀπό τά κάτω· \снизу вверх ἀπό κάτω προς τά πάνω·2. (по почину масс) ἀπό τά κάτω:критика \снизу ἡ κριτική ἀπό τά κάτω· ◊ \снизу доверху ἀπό κάτω ὡς πάνω. -
24 взметать
-
25 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
26 кверху
кверхунареч προς τά πάνω, προς τά ἄνω. -
27 выгибать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгибать
-
28 вздернутый
вздернутый1. прич. от вздернуть·2. прил σηκωμένος, πεταγμένος προς τά πάνω. -
29 взмывать
взмыватьнесов πετώ ὁρμητικά, πετώ προς τά πάνω, ἀνίπταμαι. -
30 завертываться
завертывать||ся1. (во что-л.) τυλίγομαι, κουκουλώνομαι·2. (загибаться) διπλώνομαι, γυρίζω προς τά πάνω. -
31 hoist
[hoist] 1. verb1) (to lift (something heavy): he hoisted the sack on to his back; He hoisted the child up on to his shoulders.) σηκώνω2) (to raise or lift by means of some apparatus, a rope etc: The cargo was hoisted on to the ship: They hoisted the flag.) υψώνω2. noun1) (an apparatus for lifting usually heavy objects: a luggage hoist.) ανυψωτικό μηχάνημα,βίντσι2) (a lift or push up: Give me a hoist over this wall, will you!) σπρωξιά προς τα πάνω -
32 uppercut
(in boxing etc, a blow aimed upwards, eg to the chin.) χτύπημα προς τα πάνω -
33 upward
adjective (going up or directed up: They took the upward path; an upward glance.) προς τα πάνω -
34 upward(s)
adverb ((facing) towards a higher place or level: He was lying on the floor face upwards; The path led upwards.) προς τα πάνω -
35 кверху
[κβιέρχου] επίρ. προς τα πάνω -
36 кверху
[κβιέρχου] επίρ προς τα πάνω -
37 вз...
взо..., взъ... κ. вс... πρόθεμα που σημαίνει:1. κίνηση προς τα πάνω: взлететь.2. ένταση, δύναμη της ενέργειας που εμφανίστηκε, γρήγορη εξέλιξη μιας κατάστασης: взалкать, взбухнуть, взвыть, взмолиться.3. ολοκλήρωση της ενέργειας, της έντασης: взбесить, взболтать. -
38 вздёрнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -тый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώ, τεντώνω προς τα πάνω, ανατείνω, ανασηκώνω, υψώνω•-ли флаг ύψωσαν τη σημαία•
он высоко -ул голову αυτός ψηλά σήκωσε το κεφάλι.
2. (απλ.) απαγχονίζω, κρεμώ.εκφρ.вздёрнуть нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη (το παίρνω,επάνω μου, περηφανεύομαι)•вздёрнуть плечами – σηκώνω τους ώμους (διστάζω, αμφιβάλλω).ανασηκώνομαι, «νυψώνομαι, ανατείνομαι. -
39 вздуть
вздуть 1-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•вздуть цены υψώνω τις τιμές.
4. φυσώ ν’ ανάψει•-огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.
1. φουσκώνω, διογκούμαι•на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•
река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.
2. πρήζομαι•щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.
3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.
вздуть 2–ую, -уешь ρ.σ.μ.(απλ.) χτυπώ, δέρνω•его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.
-
40 взлёт
-а α.1. πτήση προς τα πάνω.2. μτφ. άνοδος, έμπνευση, έξαρση.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek