-
1 προ-γιγνώσκω
προ-γιγνώσκω, sp. Form - γινώσκω (s. γιγνώσκω), vorher wissen od. einsehen; προγνώμεναι, H. h. Cer. 258; Eur. Hipp. 1072; ἐς τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες, Thuc. 2, 64; τὰς βουλήσεις, Plat. Rep. IV, 426 c, öfter, u. Sp.; προεγνωσμένος ἀδικεῖν παρὰ τῷ διαιτητῇ, über den vorher erkannt worden, Dem. 29, 58.
-
2 προγιγνώσκ
προ-γιγνώσκω, vorher wissen od. einsehen; προεγνωσμένος ἀδικεῖν παρὰ τῷ διαιτητῇ, über den vorher erkannt worden
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский