-
1 σεμνο-πρέπεια
σεμνο-πρέπεια, ἡ, würdiger, vornehmer Anstand, Würde im Aeußern; Diog. L. 8, 36; Synes.
-
2 σμῑκρο-πρέπεια
σμῑκρο-πρέπεια, ἡ, = μικροπρέπεια, Demetr. eloc. 83.
-
3 καινο-πρέπεια
καινο-πρέπεια, ἡ, das Aussehen von etwas Neuem, ἡ κ. τοῦ σχήματος, neue Gestaltung, Eust.
-
4 εὐ-πρέπεια
εὐ-πρέπεια, ἡ, Anstand, Würde, Schönheit, Ggstz ἀπρέπεια, Plat. Phaedr. 274 b; Thuc. 6, 31; σώματος Aesch. 1, 133 u. A.; τῆς ψυχῆς Pol. 1, 4, 8; aber immer mehr auf das Aeußere, das sich zierlich u. ziemlich Darstellende gehend, vgl. μετὰ εἰκότος τινὸς καὶ εὐπρεπείας Plat. Phaed. 92 d. Daher εὐπρεπείᾳ λόγου Thuc. 3, 11 (vgl. 3, 82 u. εὐπρεπής) so zu fassen, wie Plat. Euthyd. 305 e sagt ὁ λόγος ἔχει εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήϑειαν; so δι' εὐπρέπειαν καλεῖσϑαι, zur Beschönigung, Plut. Aristid. 7.
-
5 δυς-πρέπεια
δυς-πρέπεια, ἡ, Unschicklichkeit, Ios.
-
6 μικρο-πρέπεια
μικρο-πρέπεια, ἡ, das Wesen, die Handlungsweise des μικροπρεπής, Ggstz der μεγαλοπρέπεια u. ἐλευϑεριότης; Arist. Eth. 4, 2. 2, 7 u. öfter; Plut.
-
7 μεγαλο-πρέπεια
μεγαλο-πρέπεια, ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευϑεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.
-
8 δια-πρέπεια
δια-πρέπεια, ἡ, die Pracht, LXX.
-
9 δουλο-πρέπεια
δουλο-πρέπεια, ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.
-
10 θεο-πρέπεια
θεο-πρέπεια, ἡ, göttliche Würde u. Pracht, D. Sic. 5, 43. 11, 89.
-
11 ἀ-πρέπεια
-
12 ἀρι-πρέπεια
ἀρι-πρέπεια, ἡ, Stattlichkeit, Herrlichkeit.
-
13 ἀξιο-πρέπεια
ἀξιο-πρέπεια, ἡ, Anstand, Würde.
-
14 ἐπι-πρέπεια
ἐπι-πρέπεια, ἡ, (stattliches) Ansehen, Archyt. Stob. fl. 1, 79; im plur., Pol. 3, 78, 2.
-
15 ἐκ-πρέπεια
ἐκ-πρέπεια, ἡ, Vorzüglichkeit, Iambl.
-
16 ἐλευθερο-πρέπεια
ἐλευθερο-πρέπεια, ἡ, der Anstand eines Freien, Poll. 3, 119.
-
17 απρεπεια
ἥ непристойность, неуместность Plat.ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τινος Arst. — позорить (своим поведением) кого-л.
-
18 δουλοπρεπεια
-
19 επιπρεπεια
-
20 ευπρεπεια
ἥ1) красивый вид, красота, изящество(σώματος Aeschin.; ψυχῆς Polyb.)
δι΄ εὐπρέπειαν Plut. — чтобы скрасить (неприятность)2) видимость истины
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языкиπρέπεια
Страницы