-
21 ἄσσα
ἄσσα, [dialect] Ion. for ἅτινα, neut. pl. of ὅστις, Il.10.208, al., Hdt.1.47, al.; [dialect] Att. [full] ἅττα Pl.Com.49, etc.II [full] ἄσσα, [dialect] Ion. for τινά, [dialect] Att. [full] ἄττα, something, some, Hom. only once, what sort,Od.
19.218;πόσ' ἄττα; Ar.Ra. 173
; δείν' ἄ. ib. 925;οἷ' ἄττα βαΰζει Cratin. 6
, etc.: with numerals, δύ' ἄττα ὀνόματα, τρία ἄττα γένη, Pl.Sph. 255c, Ly. 216d: added to a temporal Conj.,πηνίκ' ἄττα.. ; Ar.Av. 1514
, etc. ( ἄσσα ([etym.] ἄττα ) arises from false division of groups like ὁποῖά σσα where σσα = τι-α, neut. pl. of τις, cf. Megarian σά.) -
22 καναχίζω
καναχίζω, vom Krachen der Balken; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμερδαλέον κανάχιζε, von den Weinenden; τῶν δ' ὑπὸ σευομένων κανάχιζε πόσ' εὐρεῖα χϑών, es erdröhnte die Erde -
23 πόσθη
Grammatical information: f.Meaning: `the male member' (Ar. Nu. 1014), also `foreskin' (medic.).Other forms: Cf. ἀκροβυστία bel.Derivatives: Dimin. πόσθιον n. (Hp., Ar.); - ία f. `foreskin' (Ph.), metaph. `stye on the eyelid' (medic.); shortened from ἀκρο-ποσθ-ία (s.bel.; Scheller Oxytonierung 43 n. 2) ?; - ων, - ωνος m. `provided with π.', vulgar designation of a boy (Ar. Pax 1300; meaning unclear in Luc. Lex. 12); also PN (for it Βόσθων [Halicarn.]?; Masson Beitr. z. Namenforsch. 10, 162) like - ίων, - ύλος; id., with familiar λ-enlargement, - αλίων (Dor. inscr. around 200a); s. Taillardat Rev. de phil. 87, 249f.; - αλίσκος = - ων (Ar. Th. 291; coni. Dindorf, agreeing Taillardat l.c.). -- Compound ἀκρο-ποσθ-ία f. (Hp., Arist.) - ιον n. (Poll., Ruf.) `foreskin'; for this ἀκροβυστία f. `id.', coll. `the uncircumcised' = `heathendom' (LXX, NT), prob. with euphemistic folketymology after βύω (EM 53, 47, Blass-Debrunner $ 120, 4).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Of old conncted with πέος; ποσ- is then explained from πέ[σ]-ος with ablaut. For the ending cf. σάθη, also κύσθος a.o. (Specht Ursprung 252). Other proposals by Sandsjoe Adj. auf - αιος 100 n. 1 (cf. Schwyzer 425 Zus. 2) and by Szemerényi Arch. Linguist. 5, 13 ff. (IE *ghu̯osdh-ā, to which also, through Illyr. intermediary, OCS gvozdь `nail', Lat. hasta `bar, javelin', OIr. bot `penis'[?]). -- If ἀκρο-βυστία contains the same word in a different shape, the word is Pre-Greek, which is quite possible for a word of this meaning.Page in Frisk: 2,584Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόσθη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πόσ' — πόσε , πόσε whither? indeclform (adverb) πόσι , πόσις 1 husband masc voc sg πόσι , πόσις 2 husband fem voc sg πόσα , πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc pl πόσε , πόσος of what quantity? masc voc sg πόσαι , πόσος of what quantity? fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… … Dictionary of Greek
League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… … Wikipedia
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
AGNOS vel AGNUS — AGNOS, vel AGNUS pars Demetriadis tribûs in Atricâ. Phrynichus, referente Stephano, ad Attalidem tribum refert; quam sententiam consirmat Inscr. XIII. Tribuum, cuius meminit Sponius. Sed, cum Attalis una fuerit ex recentioribus Tribubus, facile… … Hofmann J. Lexicon universale
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek
λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… … Dictionary of Greek
παραπάνω — και παραπάνου επίρρ. 1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι») β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι») 2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ όσο υπολόγιζε») 3. φρ. «με το παραπάνω» περισσότερο… … Dictionary of Greek
παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… … Dictionary of Greek
ποστός — ή, όν, Α αυτός που κατέχει ορισμένη θέση σε μια σειρά («τῇ ποστῇ ἡμέρᾳ». την τάδε, την ορισμένη μέρα τού μήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ποσ(σ)οστός (< πόσος, πρβλ. πολλοστός) με συλλαβική ανομοίωση (πρβλ. και πόστος)] … Dictionary of Greek