-
21 υποπορευομαι
-
22 άνω
I επίρρ. 1. (με ρήματα) вверх, наверх; вверху, наверху;πορεύομαι άνω — идти наверх;
2. (με γεν.)1) выше;άνω του μηδενός — выше нуля;
άνω του γόνατος — выше колена;
2) сверх, выше;άνω του εκατομμυρίου — свыше миллиона;
άνω των πεντήκοντα ετών — больше пятидесяти лет;
από πέντε ετών και άνω — с пяти лет и выше;
3) поверх, сверху; над чём-л.;άνω της θαλάσσης — над морем;
§ είμαι άνω κάτω — б) быть в полном беспорядке; — вверх дном; — б) быть очень расстроенным, возмущённым;
τα κάνω άνω κάτω — перевернуть всё вверх дном, привести в беспорядок;
κάνω κάποιον άνω κάτω — очень расстраивать кого-л.;
γίνομαι άνω κάτω — очень расстраиваться, возмущаться, негодовать;
II επίθ. верхний;ο άνω όροφος — верхний этаж;
τα άνω άκρα — верхние конечности;
ο άνω ρούς τού πόταμου — верховье реки;
ο Άνω Δούναβις Верхний Дунай;η Άνω Αίγυπτος Верхний Египет;η άνω βουλή — верхняя палата, палата лордов;
§ (αυτό) είναι άνω ποταμών — это абсурдно, нелепо
-
23 εἰσπορεύομαι
εἰσ|πορεύομαι входить, вступать -
24 ἐκπορεύομαι
ἐκ|πορεύομαι выходить, отправляться -
25 4198
{гл., 154}идти, ходить.Ссылки: Мф. 2:8, 9, 20; 8:9; 9:13; 10:6, 7; 11:4, 7; 12:1, 45; 17:27; 18:12; 19:15; 21:2, 6; 22:9, 15; 24:1; 25:9, 16, 41; 26:14; 27:66; 28:7, 9, 11, 16, 19; Мк. 16:10, 12, 15; Лк. 1:6, 39; 2:3, 41; 4:30, 42; 5:24; 7:6, 8, 11, 22, 50; 8:14, 48; 9:13, 51-53, 56, 57; 10:37, 38; 11:5, 26; 13:31-33; 14;10, 19, 31; 15:4, 15, 18; 16:30; 17:11, 14, 19; 19:12, 28, 36; 21:8; 22:8, 22, 33, 39; 24:13, 28; Ин. 4:50; 7:35, 53; 8:1, 11; 10:4; 11:11; 14:2, 3, 12, 28; 16:7, 28; 20:17; Деян. 1:10, 11, 25; 5:20, 41; 8:26, 27, 36, 39; 9:3, 11, 15, 31; 10:20; 12:17; 14:16; 16:7, 16, 36; 17:14; 18:6; 19:21; 20:1, 22; 21:5; 22:5, 6, 10, 21; 23:23, 32; 24:25; 25:12, 20; 26:12, 13; 27:3; 28:26; Рим. 15:24, 25; 1Кор. 10:27; 16:4, 6; 1Тим. 1:3; 2Тим. 4:10; Иак. 4:13; 1Пет. 3:19, 22; 4:3; 2Пет. 2:10; 3:3; Иуд. 1:11, 16, 18.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4198
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πορεύομαι — πορεύομαι, πορεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πορεύομαι — ΝΜΑ βλ. πορεύω … Dictionary of Greek
πορεύομαι — πορεύτηκα, πορεμένος 1. βαδίζω, μεταβαίνω, οδεύω, οδοιπορώ. 2. πορίζομαι, εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή: Πορευόμαστε μόνο με τη μικρή σύνταξη. – Και τα ορφανά πορεύονται κι η χήρα κυβερνιέται (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορεύομαι — πορεύω make to go pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχτοκοπώ — πορεύομαι, περιπλανιέμαι τη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορεύομ' — πορεύομαι , πορεύω make to go pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek
μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… … Dictionary of Greek